Αγιος Λουκας Αρχιεπισκοπος Συμφερουπολεως Και Κριμαιας : Λόγος εις την Κυριακή του Ασώτου
Last Updated on: 2nd Μάρτιος 2024, 08:08 πμ
Με έναν πολύ σοφό τρόπο η αγία μας Εκκλησία μας προετοιμάζει για να μπούμε στο στάδιο της νηστείας και της μετανοίας. Την Κυριακή του Τελώνου και του Φαρισαίου μας διδάσκει πώς πρέπει να προσευχόμαστε. Τη Κυριακή του ασώτου μας φανερώνει την ευσπλαχνία του Θεού και την σημασία της μετάνοιας για την σωτηρία μας. Την Κυριακή της Απόκρεω μας παρουσιάζει τα γεγονότα τα οποία θα συμβούν κατά την Φοβερά Κρίση. Και, τέλος, την τελευταία Κυριακή πριν αρχίσει η Μεγάλη Τεσσαρακοστή, την Κυριακή της Τυρινής, μας αποκαλύπτει το πραγματικό νόημα της νηστείας, προτρέποντάς μας να συγχωρήσουμε όλους.
Ακούσατε σήμερα μία από τις σπουδαιότερες παραβολές του Χριστού. Λέω ακούσατε αλλά δεν ξέρω αν πραγματικά την ακούσατε. Βλέπω ότι πολλοί από σας έχουν μία πολύ κακή συνήθεια να έρχονται στην εκκλησία αργά. Μερικοί έρχονται στη θεία λειτουργία, μετά το Ευαγγέλιο. Είναι μία πάρα πολύ κακή συνήθεια και δεν ξέρω πώς να την ξεριζώσουμε. Μόνο εσείς οι κάτοικοι της Συμφερούπολης έχετε αυτή την συνήθεια, διότι πουθενά αλλού δεν είδα να έρχονται οι άνθρωποι στην εκκλησία μετά το ευαγγελικό ανάγνωσμα. Αυτό είναι μεγάλη ασέβεια.
Μερικοί, λοιπόν, δεν άκουσαν το Ευαγγέλιο, οι υπόλοιποι αν και άκουσαν ίσως δεν το κατάλαβαν ή επειδή δεν γνωρίζουν καλά την σλαβική γλώσσα ή επειδή μιλούσαν μεταξύ τους την ώρα που διαβαζόταν το Ευαγγέλιο. Έπρεπε όμως να το ακούσετε με προσοχή για να αποτυπωθεί βαθιά στο νου και την καρδιά σας και να κατανοήσετε πλήρως το νόημα της περικοπής. Επαναλαμβάνω λοιπόν το απόσπασμα που διαβάστηκε σήμερα, όχι όμως όλο αλλά εκείνα τα κομμάτια τα οποία θα ερμηνεύσουμε στη συνέχεια.
«Ἄνθρωπός τις εἶχε δύο υἱούς, καὶ εἶπεν ὁ νεώτερος αὐτῶν τῷ πατρί· πάτερ, δός μοι τὸ ἐπιβάλλον μέρος τῆς οὐσίας. καὶ διεῖλεν αὐτοῖς τὸν βίον. καὶ μετ᾿ οὐ πολλὰς ἡμέρας συναγαγὼν ἅπαντα ὁ νεώτερος υἱὸς ἀπεδήμησεν εἰς χώραν μακράν, καὶ ἐκεῖ διεσκόρπισε τὴν οὐσίαν αὐτοῦ ζῶν ἀσώτως…
Εἰς ἑαυτὸν δὲ ἐλθὼν εἶπε· πόσοι μίσθιοι τοῦ πατρός μου περισσεύουσιν ἄρτων, ἐγὼ δὲ λιμῷ ἀπόλλυμαι! ἀναστὰς πορεύσομαι πρὸς τὸν πατέρα μου καὶ ἐρῶ αὐτῷ· πάτερ, ἥμαρτον εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ ἐνώπιόν σου· οὐκέτι εἰμὶ ἄξιος κληθῆναι υἱός σου· ποίησόν με ὡς ἕνα τῶν μισθίων σου. καὶ ἀναστὰς ἦλθε πρὸς τὸν πατέρα αὐτοῦ. ἔτι δὲ αὐτοῦ μακρὰν ἀπέχοντος εἶδεν αὐτὸν ὁ πατὴρ αὐτοῦ καὶ ἐσπλαγχνίσθη, καὶ δραμὼν ἐπέπεσεν ἐπὶ τὸν τράχηλον αὐτοῦ καὶ κατεφίλησεν αὐτόν. εἶπε δὲ αὐτῷ ὁ υἱός· πάτερ, ἥμαρτον εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ ἐνώπιόν σου, καὶ οὐκέτι εἰμὶ ἄξιος κληθῆναι υἱός σου…»
Αλλά ο πατέρας του δεν τον άκουσε. Είπε αμέσως στους δούλους του: «Ἐξενέγκατε τὴν στολὴν τὴν πρώτην καὶ ἐνδύσατε αὐτόν, καὶ δότε δακτύλιον εἰς τὴν χεῖρα αὐτοῦ καὶ ὑποδήματα εἰς τοὺς πόδας, καὶ ἐνέγκαντες τὸν μόσχον τὸν σιτευτὸν θύσατε, καὶ φαγόντες εὐφρανθῶμεν, ὅτι οὗτος ὁ υἱός μου νεκρὸς ἦν καὶ ἀνέζησε, καὶ ἀπολωλὼς ἦν καὶ εὑρέθη. καὶ ἤρξαντο εὐφραίνεσθαι» (Λκ. 15, 11-24).
Πραγματικά πλουσιότατο είναι το περιεχόμενο αυτής της παραβολής και πολλά θα μπορούσαμε να πούμε. Δεν θέλω όμως να επαναλαμβάνω αυτά που ήδη έχουμε πει στα προηγούμενα χρόνια. Το μόνο που θα ήθελα να τονίσω είναι ότι εδώ ο πατέρας του ασώτου υιού απεικονίζει τον ίδιο τον Θεό Πατέρα και όλη η παραβολή μας περιγράφει την άπειρη ευσπλαχνία του Θεού προς τους αμαρτωλούς ανθρώπους που μετανοούν. Σήμερα θέλω να σταθώ μόνο σε κάποια συγκεκριμένα σημεία και φράσεις αυτής της παραβολής. Ένας λόγος που θα ήθελα να ερμηνεύσω είναι ο εξής: «εἰς ἑαυτὸν δὲ ἐλθὼν». Και στη συνέχεια θα δούμε τι σημαίνουν τα λόγια του πατέρα: «οὗτος ὁ υἱός μου νεκρὸς ἦν καὶ ἀνέζησε, καὶ ἀπολωλὼς ἦν καὶ εὑρέθη».
Τι σημαίνει λοιπόν «εἰς ἑαυτὸν δὲ ἐλθὼν». Γνωρίζουμε ότι συνέρχεται κάποιος μετά την λιποθυμία, όταν επανακτά τις αισθήσεις του. Ο υιός όμως αυτός είχε χάσει τις αισθήσεις του; Όχι, βρισκόταν στην κανονική του κατάσταση, σωματικά ήταν υγιής. Και όμως ο Χριστός λέει γι’ αυτόν ότι συνήλθε. Αυτό σημαίνει ότι ήταν εκτός εαυτού και έπρεπε να ξαναβρεί τον εαυτό του. Και γιατί ήταν εκτός εαυτού; Γιατί το πνεύμα του δεν ήταν αυτό που πρέπει να είναι, το ακέραιο ανθρώπινο πνεύμα. Γιατί και σωματικά και πνευματικά παρομοιάστηκε με τους χοίρους. Δεν ήταν όπως πρέπει να είναι ο άνθρωπος ο οποίος έχει υψηλό προορισμό.
Ζούσε στην αμαρτία, ήταν δηλαδή πνευματικά ανάπηρος. Κυλούσε στην ασωτία και τη μέθη. Αυτή είναι κανονική κατάσταση του ανθρώπου; Όχι, αυτή είναι κτηνώδης κατάσταση που ταιριάζει στα ζώα και όχι στον άνθρωπο. Η κανονική κατάσταση του ανθρώπου είναι άλλη. Η καρδιά του ανθρώπου – χριστιανού πρέπει να είναι εντελώς διαφορετική. Δεν πρέπει να υπηρετεί τα κτηνώδη πάθη του και να ζει άσκοπή ζωή μέσα στην αμαρτία, αλλά να είναι σκεύος εκλογής του Αγίου Πνεύματος. Πρέπει να είναι φορέας των καρπών του Αγίου Πνεύματος, για τα οποία ο άγιος Απόστολος Παύλος μιλάει στην Προς Γαλάτας επιστολή του. «Ὁ δὲ καρπὸς τοῦ Πνεύματός ἐστιν ἀγάπη, χαρά, εἰρήνη, μακροθυμία, χρηστότης, ἀγαθωσύνη, πίστις, πρᾳότης, ἐγκράτεια· κατὰ τῶν τοιούτων οὐκ ἔστι νόμος» (Γαλ. 5, 22-23). Αυτοί εκπλήρωσαν το νόμο γινώμενοι ναοί του Αγίου Πνεύματος. Αυτή είναι κανονική κατάσταση του χριστιανού.
Αν η ζωή του δεν συμφωνεί μ’ αυτό που λέει ο απόστολος και δεν έχει τους καρπούς του Αγίου Πνεύματος, τότε αυτό σημαίνει ότι είναι άρρωστος και πρέπει να επανέλθει στην κανονική του κατάσταση, να ξαναβρεί τον εαυτό του. Πρέπει να σταματήσει στην πορεία του, να σταθεί λίγο, να σκύψει το κεφάλι του και να αναρωτηθεί: σωστή είναι η ζωή μου, μήπως η οδός που ακολουθώ δεν είναι της ζωής αλλά του θανάτου;
Καλά αν ο ίδιος ο άνθρωπος θα κόψει την πορεία της αμαρτωλής του ζωής και θα σκεφτεί το καλό του. Αυτό, όμως, είναι πάρα πολύ σπάνιο φαινόμενο. Συνήθως τον σταματάει ο ίδιος ο Θεός, ο Οποίος τον αγαπά και τον σπλαχνίζεται, διότι δεν θέλει τον θάνατο του αμαρτωλού. Και τον άσωτο υιό τον σταμάτησε ο Θεός, αφού για το καλό του, τον στέρησε της τροφής και τον ανάγκασε να ζη με τους χοίρους.
Όχι μόνο αυτόν σταμάτησε ο Θεός, σταματάει και όλους μας διότι, σχεδόν όλοι εμείς, ζούμε χωρίς να σκεφτόμαστε το πραγματικό νόημα της ζωής μας. Την σπαταλάμε ανώφελα, σκεφτόμενοι μόνο γήινα και παροδικά, τα οποία δεν έχουν πραγματική αξία. Μας σταματάει ο Θεός με πολλούς τρόπους: μας παίρνει την εργασία και την απασχόληση, την οποία έχουμε συνηθίσει, μας στερεί τα αγαθά, μας στέλνει συμφορές και μας ταπεινώνει μέσω άλλων ανθρώπων.
Εμείς ας δεχόμαστε τις νουθεσίες αυτές με προθυμία και να μην ρωτάμε, όπως συχνά ρωτάνε οι άνθρωποι, γιατί με τιμωρεί ο Θεός; Δεν τιμωρεί ο Θεός αλλά νουθετεί, πρέπει να το καταλάβουμε. Γι’ αυτό να μην γογγύζουμε εναντίον του Θεού. Ας σταματήσουμε, ας ακούσουμε προσεκτικά την φωνή του Θεού και της συνειδήσεώς μας και τότε θα καταλάβουμε και θα ευχαριστήσουμε τον Θεό που μας σταμάτησε και από το δρόμο του θανάτου, που ακολουθούσαμε, μας οδήγησε στην οδό της ζωής.
Μ’ αυτό τον τρόπο ο Θεός ενεργεί και στην ιστορία και σταματάει ολόκληρους λαούς. Όταν, για παράδειγμα, ο λαός του Ισραήλ άφησε τον αληθινό Θεό και άρχισε να προσκυνά τα είδωλα και δεν άκουσε τους προφήτες του, τότε ο Θεός τον παρέδωσε στα χέρια του βασιλιά της Βαβυλώνας και οδηγήθηκε στην βαβυλώνια αιχμαλωσία. Και παρέμεινε αιχμάλωτος ο λαός του Ισραήλ για 70 χρόνια. Όταν, όμως, συνήλθαν οι Εβραίοι τότε τους ελευθέρωσε ο Κύριος και τους έφερε πίσω στην πατρίδα τους.
Αυτό πρέπει να το θυμόμαστε. Όλοι μας πρέπει να συνέλθουμε, διότι πάρα πολλοί είναι αυτοί που έχασαν το δρόμο και ζούνε μέσα σε αμαρτωλές ψευδαισθήσεις, εκτός εαυτών, γογγύζοντας κατά του Θεού.
Ας δούμε τώρα τι σημαίνει ο λόγος που είπε ο πατέρας, όταν, με μεγάλη χαρά, πήρε στις αγκάλες του τον άσωτο υιό του και πώς θα εξηγήσουμε την απάντηση που έδωσε ο πατέρας στον πρεσβύτερο υιό του, ο οποίος διαμαρτυρήθηκε όταν έμαθε ότι ο πατέρας του έσφαξε μοσχάρι και έκανε γιορτή για τον άσωτο. Η απάντηση του πατέρα ήταν η εξής: «εὐφρανθῆναι, δὲ καὶ χαρῆναι ἔδει, ὅτι ὅτι ὁ ἀδελφός σου οὗτος νεκρὸς ἦν καὶ ἀνέζησε, καὶ ἀπολωλὼς ἦν καὶ εὑρέθη» (Λκ. 15, 32).
Γιατί ο πατέρας είπε ότι ο μικρότερος γιος του ήταν νεκρός; Αφού ήταν ζωντανός, περπατούσε και μιλούσε, φαινόταν δηλαδή πως ήταν ζωντανός. Και ήταν ζωντανός, σωματικά ζωντανός, ενώ το πνεύμα του ήταν νεκρό. Και μεταξύ μας δεν είναι λίγοι οι άνθρωποι, στους οποίους ταιριάζουν αυτά τα λόγια, για τους οποίους θα έπρεπε να πούμε ότι είναι νεκροί. Έτσι χάνονται και όσα από τα λογικά πρόβατα απομακρύνονται από το ποίμνιο του Χριστού. Ο Κύριος, όμως, βρίσκει αυτά τα πρόβατα και τα επαναφέρει στην πνευματική ζωή.
Τι σημαίνει ο πνευματικός θάνατος; Τι είναι η ζωή και τι είναι ο θάνατος και πού βρίσκεται η πηγή της ζωής; Την απάντηση στο ερώτημα αυτό δίνει ο ίδιος ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός: «Ἐγώ εἰμι ἡ ἀνάστασις καὶ ἡ ζωή» (Ιω. 11, 25). Και ο μεγάλος απόστολός του Ιωάννης ο Θεολόγος μαρτυρεί το ίδιο λέγοντας, ότι «ἐν αὐτῷ ζωὴ ἦν, καὶ ἡ ζωὴ ἦν τὸ φῶς τῶν ἀνθρώπων» (Ιω. 1, 4). Ο Χριστός λοιπόν είναι η ζωή, μόνο η ἐν Χριστῷ ζωή είναι η αληθινή ζωή, είναι πνευματική ζωή, η μόνη που ταιριάζει στον λογικό άνθρωπο. Μόνο στον Χριστό βρίσκεται αυτή η ζωή και πουθενά αλλού. Αυτός που δεν παίρνει από τον Χριστό αυτή την ζωή ή αφού την παίρνει δεν φροντίζει για την προκοπή του σ’ αυτή και λησμονεί τον Χριστό, αυτός γίνεται πνευματικά νεκρός. Και δεν είναι λίγοι μεταξύ των χριστιανών αυτοί που είναι πνευματικά νεκροί.
Μην νομίζετε ότι όλοι εμείς εδώ είμαστε ζωντανοί. Και μεταξύ μας υπάρχουν νεκροί. Την υψηλότερη θέση στην εκκλησιαστική ιεραρχία κατέχουν οι επίσκοποι, τους οποίους ο ίδιος ο Κύριος στην αποκάλυψη του Ιωάννου καλεί αγγέλους. Οι άγγελοι των Εκκλησιών τοποθετούνται πιο πάνω από το λογικό ποίμνιο του Χριστού. Ακούστε λοιπόν τι λέει ο Κύριος στον απόστολο: «Καὶ τῷ ἀγγέλῳ τῆς ἐν Σάρδεσιν ἐκκλησίας γράψον· τάδε λέγει ὁ ἔχων τὰ ἑπτὰ πνεύματα τοῦ Θεοῦ καὶ τοὺς ἑπτὰ ἀστέρας· οἶδα σου τὰ ἔργα, ὅτι ὄνομα ἔχεις ὅτι ζῇς, καὶ νεκρὸς εἶ» (Απ. 3, 1). Ο άγγελος της Εκκλησίας είναι νεκρός – τρομερό πράγμα!
Νεκρός μπορεί να είναι αυτός που έχει την ανώτατη πνευματική εξουσία, δηλαδή ο επίσκοπος, νεκρός μπορεί να είναι και ο ιερέας και ο διάκονος. Αλλά οι περισσότεροι πνευματικά νεκροί υπάρχουν μεταξύ του λαού. Είμαστε νεκροί όταν ζούμε χωρίς τον Χριστό και καταπατάμε το νόμο του. Είμαστε νεκροί αν δεν εφαρμόζουμε στη ζωή μας το λόγο του αποστόλου Παύλου! «ὥσπερ γὰρ παρεστήσατε τὰ μέλη ὑμῶν δοῦλα τῇ ἀκαθαρσίᾳ καὶ τῇ ἀνομίᾳ εἰς τὴν ἀνομίαν, οὕτω νῦν παραστήσατε τὰ μέλη ὑμῶν δοῦλα τῇ δικαιοσύνῃ εἰς ἁγιασμόν» (Ρωμ. 6, 19).
Πώς υποδουλώνουμε τα μέλη μας σε ακαθαρσία; Νομίζω καταλαβαίνετε πώς. Γνωρίζετε ότι με τα μέλη του σώματος, τα οποία ο άνθρωπος τα σκεπάζει πιο πολύ από τα άλλα, και αμαρτάνει πιο πολύ, βεβηλώνοντας το ναό του Αγίου Πνεύματος. Γνωρίζουμε αρκετούς ανθρώπους τα πόδια των οποίων τρέχουν στα έργα της ανομίας και το χέρι τους πάντα είναι απλωμένο στην τσέπη του πλησίον του. Αυτοί υποδούλωσαν τα πόδια και τα χέρια τους σε ακαθαρσία.
Ας σκεφτεί τώρα ο καθένας τον εαυτό του. Μήπως και εμείς υποδουλώνουμε το πιο ευκίνητο μέλος του σώματός μας, τη γλώσσα μας, σε ακαθαρσία; Πόση ακαθαρσία βγαίνει από το στόμα μας: βρισιές, αισχρολογίες, ψευδομαρτυρίες και διάφορα λόγια με τα οποία ατιμούμε τον πλησίον μας. Καταλαβαίνετε τώρα ότι στην πραγματικότητα υποδουλώνουμε τη γλώσσα μας σε ακαθαρσία; Ας το σκεφτούμε όλοι, ας διορθώσουμε τη ζωή μας, εναρμονίζοντάς την προς αυτό που λέει ο απόστολος: «παραστήσατε τὰ μέλη ὑμῶν δοῦλα τῇ δικαιοσύνῃ εἰς ἁγιασμόν».
Τα χέρια μας, που κάνουν τόσες ανομίες και τα πόδια μας, που τρέχουν στην οδό της αδικίας, της αμαρτίας και της ανομίας, να τα οδηγήσουμε σε μία άλλη οδό, στην οδό της αγαθότητας. Να συγκρατούμε τη γλώσσα μας, αναγκάζοντάς την, αντί να καταριέται, να λέει ευχές και ευλογίες και αντί να λέει διάφορες κακίες να προφέρει μόνο αυτό που ωφελεί τους αδελφούς μας. Τότε αυτό θα σημαίνει ότι εφαρμόζουμε στη ζωή μας τον παραπάνω λόγο του αποστόλου Παύλου. Και όχι μόνο αυτό αλλά και έναν άλλο πολύ ωραίο, επίσης δικό του.
«Ἀποθέσθαι ὑμᾶς κατὰ τὴν προτέραν ἀναστροφὴν τὸν παλαιὸν ἄνθρωπον τὸν φθειρόμενον κατὰ τὰς ἐπιθυμίας τῆς ἀπάτης, ἀνανεοῦσθαι δὲ τῷ πνεύματι τοῦ νοὸς ὑμῶν καὶ ἐνδύσασθαι τὸν καινὸν ἄνθρωπον τὸν κατὰ Θεὸν κτισθέντα ἐν δικαιοσύνῃ καὶ ὁσιότητι τῆς ἀληθείας» (Εφ. 4, 22-24). Αυτός λοιπόν είναι ο σκοπός μας: να ενδυθούμε τον νέο άνθρωπο, τον δημιουργηθέντα κατά Θεό προς αληθινή δικαιοσύνη και αγαθότητα. Αν πραγματοποιούμε αυτό στη ζωή μας κανείς δεν μπορεί να πει ότι είμαστε νεκροί ή ότι χάσαμε τον προσανατολισμό μας.
Να πορευόμαστε σωστά, να μην χάνουμε το δρόμο μας. Να είναι η ζωή μας τέτοια ώστε να αποπνέει όχι την δυσοσμία του πνευματικού θανάτου αλλά την ευωδία της ζωής ἐν Χριστῷ, τον Κύριο και Θεό μας, στον Οποίο πρέπει δόξα μετά του Ανάρχου Αυτού Πατρός και Παναγίου Πνεύματος. Αμήν.
Αγίου Λουκά Αρχιεπισκόπου Κριμαίας, Λόγοι και Ομιλίες Τόμος Α΄, εκδόσεις Ορθόδοξος Κυψέλη, Θεσσαλονίκη, 2014
Βιογραφία
Ο Άγιος αρχιεπίσκοπος Λουκάς, κατά κόσμον Βαλεντίν του Φέλιξ Βόινο – Γιασενέτσκι, γεννήθηκε στις 14/27 Απριλίου 1877 μ.Χ. στο Κέρτς της χερσονήσου της Κριμαίας. Το οικογενειακό περιβάλλον μέσα στο οποίο μεγάλωσε ήταν ιδιόμορφο καθώς ο πατέρας του ήταν Ρωμαιοκαθολικός ενώ η μητέρα του, αν και ορθόδοξη, περιοριζόταν σε καλές πράξεις χωρίς να συμμετέχει ενεργά στη λατρευτική ζωή της Εκκλησίας. Πολύ νωρίς μετακομίζουν στο Κίεβο.
Στο Κίεβο ο Βαλεντίν αποφασίζει να σπουδάσει Ιατρική. Παίρνει το πτυχίο του το 1903 μ.Χ. και παρακολουθεί μαθήματα οφθαλμολογίας.
Το 1904 μ.Χ., με το ξέσπασμα του Ρωσο – Ιαπωνικού πολέμου, βρέθηκε στην Άπω Ανατολή, όπου εργάστηκε ως χειρουργός με μεγάλη επιτυχία. Εκεί συναντήθηκε και με την Άννα Βασιλίεβνα Λάνσκαγια, τη μέλλουσα σύζυγό του, με την οποία απέκτησε τέσσερα παιδιά. Μετά το τέλος του πολέμου εργάζεται σε διάφορα επαρχιακά νοσοκομεία. Οι επιτυχίες του είναι τόσες πολλές που η φήμη του εξαπλώνεται γρήγορα και ασθενείς καταφθάνουν από παντού. Την ίδια εποχή μελετά σχετικά με την τοπική αναισθησία και συντάσσει επιστημονικά άρθρα. Διαπρέπει στις εγχειρήσεις των οφθαλμών και αποφασίζει να ασχοληθεί με τη θεραπεία των πυογόνων λοιμώξεων.
Το 1917 μ.Χ. ο Βαλεντίν εκλέγεται καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Τασκένδης. Η ρωσική επανάσταση είχε ήδη αρχίσει και η εκκλησία βρέθηκε στο στόχαστρο των Μπολσεβίκων. Η κατάσταση είχε ξεφύγει από κάθε έλεγχο. Τότε ο Βαλεντίν συνελήφθη για πρώτη φορά. Αιτία ήταν η συκοφαντία ενός νοσοκόμου. Με τη βοήθεια του Θεού αποκαλύφθηκε η αλήθεια και ο γιατρός αφέθηκε ελεύθερος. Η περιπέτεια αυτή όμως, παρά το αίσιο τέλος της, αναστάτωσε την Άννα, η οποία έπασχε ήδη από φυματίωση, και η υγεία της επιδεινώθηκε σε βαθμό που λίγες ημέρες αργότερα υπέκυψε. Μετά τον θάνατό της ο γιατρός εμπιστεύτηκε τα παιδιά του στη Σοφία Σεργκέγεβνα, μια πιστή νοσοκόμα, η οποία τους στάθηκε σαν δεύτερη μητέρα για πολλά χρόνια.
Ο Βαλεντίν ήταν πολύ πιστός και αυτό ήταν έκδηλο στον τρόπο που εργαζόταν. Το αποτέλεσμα ήταν να δημιουργηθούν οι πρώτες αντιδράσεις από τους εκπροσώπους του αθεϊστικού καθεστώτος. Στο μεταξύ στους διωγμούς προστίθεται και η πληγή της «ζώσης εκκλησίας» που σκοπό είχε να υπηρετήσει τα συμφέροντα του κράτους διαιρώντας τους κληρικούς και τους πιστούς, και να τους απομακρύνει από την αληθινή πίστη.
Σ’ αυτή την εποχή των δοκιμασιών για την Εκκλησία, ο γιατρός συμμετείχε ενεργά στη ζωή της εκκλησίας. Όταν κατηγορήθηκε ο αρχιεπίσκοπος Τασκένδης και Τουρκεστάν Ιννοκέντιος από τους σχισματικούς, ο γιατρός υπερασπίστηκε με σθένος την κανονική τάξη. Ο αρχιεπίσκοπος Ιννοκέντιος, εντυπωσιασμένος από την παρρησία του Βαλεντίν, του προτείνει να γίνει ιερέας. Πράγματι, η χειροτονία του σε διάκονο έγινε στις 26 Ιανουαρίου 1921 μ.Χ. και μια εβδομάδα αργότερα χειροτονήθηκε πρεσβύτερος.
Το καλοκαίρι του 1923 μ.Χ. η «ζώσα εκκλησία» κάνει την επίθεσή της και εκτοπίζει τον επίσκοπο Ιννοκέντιο. Ο κλήρος και ο λαός της Τασκένδης, όντας στο έλεος των σχισματικών, εκλέγουν στη θέση του επισκόπου τον π. Βαλεντίν Βόινο – Γιασενέτσκι. Η κουρά του σε μοναχό έγινε κρυφά στο σπίτι του ιερέα – καθηγητή. Καταλληλότερο όνομα για το νέο επίσκοπο κρίθηκε εκείνο του αποστόλου, ευαγγελιστή, αγιογράφου και ιατρού Λουκά. Στη συνέχεια, ταξίδεψε ως Πεντζικέντ για να χειροτονηθεί επίσκοπος.
Το γεγονός αυτό δεν πέρασε απαρατήρητο και πολύ σύντομα ο επίσκοπος Λουκάς συνελήφθη. Κατηγορήθηκε για προδοσία και φυλακίστηκε. Στη φυλακή είχε την ευκαιρία να ολοκληρώσει και το σύγγραμμά του: «Δοκίμια για την χειρουργική των πυογόνων λοιμώξεων», το οποίο όμως δεν εκδόθηκε για πολλά χρόνια, παρόλη τη σημασία του για την ιατρική επιστήμη, επειδή ο συγγραφέας επέμεινε να γραφεί στο εξώφυλλο το αρχιερατικό του αξίωμα.
Στο διάστημα της απουσίας του οι εκπρόσωποι της «ζώσης εκκλησίας» κατέλαβαν τις εκκλησίες, μα ο λαός, πιστός στις συμβουλές του ποιμένα του, απείχε από τους ναούς. Λόγω της μεγάλης του επιρροής οι υπεύθυνοι της G.P.U. («Κρατική Πολιτική Διεύθυνση») αποφάσισαν να απομακρύνουν τον επίσκοπο Λουκά από την Τασκένδη. Την ώρα της αποχώρησής του πλήθος κόσμου στάθηκε στις γραμμές του τρένου προκειμένου να εμποδίσει την αναχώρηση. Ο κόσμος απομακρύνθηκε από τις αστυνομικές δυνάμεις και ο επίσκοπος Λουκάς πήρε τον μακρύ και βασανιστικό δρόμο της εξορίας.
Φυλακίζεται κάτω από άθλιες συνθήκες στη Μόσχα. Εκεί διαπιστώνει τα πρώτα συμπτώματα καρδιακής ανεπάρκειας που θα τον συνοδεύσει σε όλη του τη ζωή. Παρόλες τις κακουχίες, η συμπεριφορά του επισκόπου απέναντι σε όλους τους κρατουμένους προκαλούσε το σεβασμό ακόμη και των πιο αρνητικών.
Ενώ οι γιατροί βεβαίωναν πως η κατάσταση της υγείας του δεν το επιτρέπει, ο επίσκοπος Λουκάς αναχώρησε εξόριστος για τη Σιβηρία. Το καθεστώς τον εγκαθιστά στην πόλη Γενισέισκ, για να τον στείλει αργότερα ακόμη 2000 χλμ μακρύτερα στην πόλη Τουρουχάνσκ. Και στο νέο τόπο της εξορίας δεν αρνήθηκε να προσφέρει τις υπηρεσίες του σε όσους τις χρειάζονταν, παρόλες τις αντίξοες συνθήκες. Ο λαός του Τουρουχάνσκ τον περιέβαλλε με πολύ αγάπη και σεβασμό. Αυτό ήταν αρκετό για τους αθέους που σχεδίασαν νέα εξορία για τον επίσκοπο – γιατρό, αυτή τη φορά τον έστειλαν πέρα από τον αρκτικό κύκλο, στο χωριό Πλάχινο, όπου κατά το χειμερινό ηλιοστάσιο ο ήλιος δεν ανατέλλει. Η υγεία του επισκόπου είχε επιδεινωθεί και μια τέτοια εξορία ήταν πολύ επικίνδυνη για τη ζωή του. Αυτός ήταν και ο σκοπός των διωκτών του. Εκεί, στο Πλάχινο, υπέφερε τα πάνδεινα, τόσο λόγω των καιρικών συνθηκών, όσο και λόγω τις αντιμετώπισης από τους κατοίκους της περιοχής. Ευτυχώς, δύο μήνες αργότερα, με αιτία το θάνατο ενός αγρότη οι κάτοικοι του Τουρουχάνσκ ξεσηκώθηκαν και απαίτησαν την επιστροφή του επισκόπου. Οι αρχές δεν είχαν άλλη επιλογή παρά να υποχωρήσουν. Έτσι ο επίσκοπος Λουκάς, που από όραμα είχε ειδοποιηθεί για το πέρας της δοκιμασίας του, επέστρεψε στο Τουρουχάνσκ και συνέχισε απερίσπαστος τις ασχολίες του για οκτώ ακόμη μήνες, μέχρι, δηλαδή, το τέλος της εξορίας του.
Παρόλες τις δυσκολίες που αντιμετώπισε, δεν ξέχασε ποτέ τα παιδιά του και επικοινωνούσε μαζί τους όσο πιο συχνά μπορούσε.
Στο Κρασνογιάρσκ παρουσιάζεται στη G.P.U. για ανάκριση. Εκεί ο βοηθός του διοικητή ανακοίνωσε στον επίσκοπο πως μπορούσε να πάει όπου ήθελε, ήταν ελεύθερος. Όπως ήταν φυσικό ο επίσκοπος ξεκίνησε για την Τασκένδη. Δυστυχώς εκεί αντιμετωπίζει τις συκοφαντίες ακόμη και συνεργατών του, γεγονός που τον οδήγησε σε παραίτηση από την έδρα του επισκόπου.
Στην Τασκένδη συνεχίζει τις φιλανθρωπίες του, μα οι αντίπαλοί του δεν έπαψαν να ψάχνουν ευκαιρία για να τον διώξουν.
Η αφορμή δεν άργησε να βρεθεί και ο επίσκοπος βρέθηκε πάλι υπόλογος απέναντι στα κομματικά στελέχη. Ο σκοπός αυτή τη φορά ήταν να τον αναγκάσουν να παραιτηθεί από το ιερό του αξίωμα. Μετά από εξαντλητικές ανακρίσεις και απεργίες πείνας και αφού πέρασε ένα ολόκληρο χρόνο στη φυλακή, ο επίσκοπος, εξορίστηκε για μια ακόμη φορά στη Βόρεια Ρωσία. Οι δραστηριότητές του εκεί ενόχλησαν όχι μόνο τις αρχές αλλά και τους κατοίκους. Σύντομα ένα σοβαρό πρόβλημα υγείας τον ανάγκασε να πάει στο Λένινγκραντ.
Μετά την ανάρρωσή του πέρασε μια μακρά περίοδο δοκιμασιών και περιπλανήσεων. Οι εκπρόσωποι του Κόμματος πιέζουν τον επίσκοπο να εγκαταλείψει την ιερωσύνη. Στην περίοδο αυτή της πνευματικής δοκιμασίας αρχίζει να χάνει την όραση από το αριστερό μάτι λόγω αποκόλλησης του αμφιβληστροειδούς χιτώνα. Επίσης, τα «Δοκίμια για τη χειρουργική των πυογόνων λοιμώξεων» εκδίδονται χωρίς να αναγραφεί το αξίωμά του. Εν καιρώ επανακτά την εσωτερική γαλήνη, που είχε στερηθεί, και περνά δύο χρόνια ηρεμίας και ειρήνης κοντά στα παιδιά του.
Ο επίσκοπος Λουκάς ήταν 60 ετών, όταν συνελήφθη για τέταρτη φορά. Από το φάκελλο που διατηρούσαν στην Ασφάλεια, μπορούμε να γνωρίζουμε τις δραστηριότητές του. Ενώ από τους ασθενείς του δεν έπαιρνε ποτέ χρήματα, έδινε και το μισθό του σε αγαθοεργίες, δηλαδή βοηθούσε όσους φτωχούς, άπορους και εξόριστους ανθρώπους τύχαινε να γνωρίζει. Οι φιλανθρωπικές ενέργειές του ενόχλησαν και πάλι το καθεστώς που τον συνέλαβε εκ νέου και τον οδήγησε στη Σιβηρία.
Όταν στις 21 Ιουνίου 1941 μ.Χ. τα χιτλερικά στρατεύματα μπαίνουν στη Ρωσία, ο επίσκοπος – γιατρός, αν και εξόριστος, προσφέρεται εθελοντικά να εργαστεί για τη θεραπεία των τραυματιών. Τα Κόμμα αναγνωρίζει την αξία του ως γιατρού και τον διορίζει αρχίατρο του στρατιωτικού νοσοκομείου και σύμβουλο όλων των νοσοκομείων της περιοχής. Παρόλα αυτά οι συνθήκες είναι οικτρές ενώ παράλληλα δεν του αναγνωρίζουν κανένα πολιτικό δικαίωμα.
Την Άνοιξη του 1942 μ.Χ. αλλάζει η στάση της πολιτείας απέναντι στον ίδιο, αλλά και απέναντι στην Εκκλησία. Σε όλη την επικράτεια της Ρωσίας ανοίγουν εκκλησίες και ο λαός βρίσκει καταφύγιο στους ναούς από την παραφροσύνη του πολέμου. Για να καλυφθούν οι υπάρχουσες ανάγκες ο επίσκοπος Λουκάς προάγεται σε αρχιεπίσκοπο Κρασνογιάρσκ.
Οι Γερμανοί υποχωρούν και ο αρχιεπίσκοπος μεταφέρεται δυτικότερα, στο Ταμπώφ. Εκείνη την εποχή είναι υπεύθυνος για 150 στρατιωτικά νοσοκομεία. Η Εκκλησία για να τον διευκολύνει τον μεταθέτει στην Αρχιεπισκοπή Ταμπώφ και Μιτσούρινσκ.
Το 1946 μ.Χ. ο αρχιεπίσκοπος Λουκάς βραβεύθηκε με το βραβείο Στάλιν για την ηρωική εργασία του στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, και για την μεγάλη προσφορά του στην ιατρική επιστήμη.
Στα 70 του χρόνια γίνεται αρχιεπίσκοπος Συμφερουπόλεως και Κριμαίας. Εκεί το έργο του είναι δύσκολο. Η φτώχεια έχει πάρει τέτοιες διαστάσεις που αναγκάζεται να ταΐζει καθημερινά, στο σπίτι του, τους άπορους της περιοχής. Στρέφει το ενδιαφέρον του στην εκκλησιαστική ζωή, καθώς τον αποκλείουν από κάθε επιστημονικό συνέδριο. Κάνει υπεράνθρωπες προσπάθειες για να ανοίξουν εκκλησίες. Ταυτόχρονα προσπαθεί να πατάξει την αμέλεια και την αδιαφορία των ιερέων τονίζοντας πως πρέπει οι ίδιοι να αποτελούν παράδειγμα προς μίμηση για τους πιστούς. Παράλληλα εξασκεί το έργο του ιατρού προσφέροντας αναργύρως τις υπηρεσίες του στον πάσχοντα άνθρωπο. Ακολουθώντας το υπόδειγμα του Θεανθρώπου όλη του τη ζωή «διήλθεν ευεργετών και ιώμενος».
Με τη βελτίωση στις σχέσεις Εκκλησίας – Κράτους ο αρχιεπίσκοπος βρίσκει την ευκαιρία να επιστρέψει στην αγαπημένη του ασχολία, δηλαδή το κήρυγμα. «Θεωρώ βασικό αρχιερατικό μου καθήκον να κηρύττω παντού και πάντα το Χριστό». Σημειώνει ο ίδιος. Από τα κηρύγματά του καταγράφηκαν περίπου 750, τα οποία αποτέλεσαν 12 τόμους (4500 σελίδες), και έχουν χαρακτηριστεί «εξαιρετικό φαινόμενο στη σύγχρονη εκκλησιαστική ζωή και θεολογία».
Την Άνοιξη του 1952 επιδεινώνεται η όρασή του, ενώ στις αρχές του 1956 τυφλώνεται οριστικά.
Το 1953 μ.Χ. τον Στάλιν διαδέχεται ο Νικήτας Κρουτσώφ, ο οποίος ξεκίνησε νέο κύμα διωγμών κατά της Εκκλησίας που κορυφώνονται το 1959 μ.Χ. Ο Αρχιεπίσκοπος μεριμνά για το ποίμνιό του και προσπαθεί να του δώσει κουράγιο.
Εκείνη την εποχή γράφει στο μεγαλύτερο γιό το Μιχαήλ: «Είναι όλο και πιο δύσκολο να διευθύνει κανείς τις υποθέσεις της Εκκλησίας. Οι εκκλησίες κλείνουν η μία μετά την άλλη, δεν υπάρχουν ιερείς και ο αριθμός του όλο και ελαττώνεται…Κατά τόπους η αντίδραση φτάνει μέχρι εξεγέρσεως κατά της αρχιερατικής εξουσίας μου. Δεν μπορώ να το υποφέρω στα ογδόντα μου χρόνια. Αλλά με τη βοήθεια του Κυρίου, συνεχίζω το δύσκολο έργο μου».
Η αγάπη του κόσμου προς τον αρχιεπίσκοπο Λουκά ήταν έκδηλη. Ακόμα και αλλόθρησκοι η άπιστοι τον έβλεπαν με σεβασμό.
Ο αρχιεπίσκοπος είναι ήδη 84 ετών. Διαισθάνεται πως το τέλος του πλησιάζει. Τα Χριστούγεννα του 1960 μ.Χ. λειτουργεί για τελευταία φορά και για τον καιρό που απομένει, περιορίζεται στο να κηρύττει. Τελικά την Κυριακή 11 Ιουνίου 1961 μ.Χ., ημέρα που γιορτάζουν οι Άγιοι Πάντες της Αγίας Ρωσίας, κοιμήθηκε ο αρχιεπίσκοπος – γιατρός Λουκάς Βόινο – Γιασενέτσκι. Παρά την έντονη αντίδραση των Κομματικών, η κηδεία του αρχιεπισκόπου μετατράπηκε σε λαϊκή επανάσταση. Η Ε.Π. Λέικφελντ περιγράφει: «Οι δρόμοι πλημμύρησαν από γυναικούλες με άσπρα μαντίλια στα κεφάλια. Προχώρησαν σιγά – σιγά μπροστά από τη σορό του Δεσπότη. Ακόμη και οι γερόντισσες δεν πήγαιναν πίσω. Τρείς σειρές τεντωμένων χεριών λες και οδηγούσαν το αυτοκίνητο. Ο δρόμος μέχρι και το κοιμητήριο ήταν στρωμένος με τριαντάφυλλα. Και μέχρι την πόρτα του κοιμητηρίου ακουγόταν πάνω από τα κεφάλια με τα άσπρα μαντίλια, ο ύμνος: «Άγιος ο Θεός, Άγιος Ισχυρός, Άγιος Αθάνατος, ελέησον ημάς». Ό,τι και να έλεγαν σε αυτό το πλήθος, όσο κι’ αν προσπαθούσαν να τους κάνουν να σιωπήσουν, η απάντηση ήταν μία, κηδεύουμε τον αρχιεπίσκοπό μας».
Το Νοέμβριο του 1995 μ.Χ. ανακηρύχτηκε άγιος από την Ουκρανική Ορθόδοξη Εκκλησία.
Στις 17 Μαρτίου 1996 μ.Χ. έγινε με επισημότητα η ανακομιδή των λειψάνων του, που τέθηκαν για λαϊκό προσκύνημα στο ναό του κοιμητηρίου, αφιερωμένο στη μνήμη των Αγίων Πάντων. Τα λείψανά του εξέπεμπαν μιάν άρρητη ευωδία, ενώ πολλοί ασθενείς θεραπεύτηκαν θαυματουργικά. Τρείς μέρες αργότερα, στις 20 Μαρτίου 1996 μ.Χ., τα λείψανά του μεταφέρθηκαν στον Ι. Ναό Αγ. Τριάδος. Η μνήμη του ορίστηκε να τιμάται στις 11 Ιουνίου επέτειο της κοιμήσεώς του.
Αξίζει να σημειωθεί ότι όταν ο Άγιος Λουκάς ήταν στο Γενισέισκ επιχείρησε μια πρωτοποριακή και δυσκολότατη επέμβαση. Του έφεραν ένα νέο άνδρα με βαριά νεφρική ανεπάρκεια σε απελπιστική κατάστασή. Ο επίσκοπος γιατρός, μην έχοντας άλλη λύση, αποφάσισε να κάνει μια «ηρωική» επέμβαση κι επεχείρησε μεταμόσχευση νεφρού από μοσχάρι στο νεαρό ασθενή, παρά τα πενιχρά μέσα που διέθετε. Ο γιατρός που διηγήθηκε το γεγονός αυτό, χαρακτηρίζει επιτυχημένη την επέμβαση, δίχως άλλες λεπτομέρειες για το πόσο έζησε ο ασθενης, τα μετεγχειρητικά προβλήματα κ.λπ. Παρόλο που ήταν η πρώτη εγχείρηση μεταμόσχευσης, δεν έγινε ευρύτερα γνωστή, προφανώς για πολιτικούς λόγους. Δεν θα έπρεπε να προβληθεί ένας «εχθρός του λαού»! Γι’ αυτό επίσημα ως πρώτη τέτοια εγχείρηση θεωρείται του καθηγητή Ι. Ι. Βορόνη το 1934 (μια δεκαετία μετά), όταν έκανε μεταμόσχευση νεφρού χοίρου σε μια γυναίκα με ουραιμία.
Κάνε εγγραφή εδώ ==>
Εγγραφείτε στο κανάλι μας