της Άννας Ζανιδάκη: Αν ήσουν Τιμωρός Θεέ μου
Δεν είσαι Θεέ μου τιμωρός
να ρίχνεις το δικό σου
κεραυνό επί της γης
να μαι ο άνθρωπός σου.
μηνύματα από εσέ
ταχιά να τα μοιράζω
σε άθεους κι αντίχριστους
να τους τα σκευάζω.
λες και είαι σαν κουτιά
δίχως ουσία μέσα
άκαρδοι και άσπλαχνοι
διόλου μήτε μπέσα.
την είπανε παιδόφιλη
εγώ ένα μόνο ξέρω
σαν να μαι η ψυχή αυτού
παιδιού και υποφέρω.
σε ποιον να πάει να το πει
σε ποιον να το αφήσει
πόνο που μυστικά
να το παρηγορήσει?
Θεέ μου εσύ Φιλεύσπλαχνε
που όλους μας αντέχεις
δώσε δύναμη ψυχής
καλά να το κατέχεις.
είναι μικρό και άκακο
μα βρέθηκε η ώρα
κακιά θα πω ως έσχατη
να ναι της άλλης τώρα .
δε θέλω να πάρω ποτέ
δική σου θέση όμως
εύχομαι από καρδιάς
να πέσει βαρύς ο νόμος.
κορμάκι που τανε αγνό
άσπρο σαν το βαμβάκι
Το κύλησε η άχρηστη
το πότισε φαρμάκι.
λίγες να ναι οι ώρες της
Πλάστη μου κοίταξέ το
μα από καρδιάς το εύχομαι
πάρε και γέμισέ το.
καντήλι κι αν θα σβηστεί
να ρέει αντί λάδι
ξέσκισμα ψυχής
κορί μην ησυχάσει.
παρά να ναι καίρια
‘χτυπήματα της μοίρας
από καρδιάς το εύχομαι
μιλάει μάνας πείρα.
απ όσα έχουνε δει
τα μάτια μου στην Πλάση
λογαριασμό απλήρωτο
δώστης να το χορτάσει.
μα πόνους και με δάκρυα
γέμισε την καρδιά της
ενοχικά και εύλογα
τα ατοπήματά της .
να στέκεται απέναντ
σε όποιον της ζητήσει
κι έτσι μόνο κατάμουτρα
εκείνηνε να φτύσει.
μα έχει αξία μάθε το
το πτύελο στη ζωή μου
δεν το σκορπάω άδικα
κι είναι στην υπόληψή μου .
καμμένο πάντα σα χαρτί
τίποτα δε με νοιάζει
τι κι αν τη λένε άρρωστη
το είναι μου σπαράζει.
σα σκέφτομαι τη μικρή
εκείνη να μοιράζει
δάκρυα οργής βουβά
κι αυτή να κάνει χάζι.
άχρηστη να την επώ
σάπια το προτιμάω
αν την είχα στα χέρια μου
ευθύνη δε μετράω.
μα ένα ξέρω εγώ καλά
κι αν μπει φυλακισμένη
σωτήρια να ναι η ποινή
από κάθε κρατουμένη.
τέλος θα χει άχαρο
κι άχρηστο συνάμα
έτσι θέλω να αιμορραγεί
σάπια ψυχής της κράμα.