Ορθόδοξοι Προορισμοί

του Δρ Κωνσταντίνου Βαφειάδη: Ο Άγιος Αχίλλιος και οι Άγιοι Μητροπολίτες Λαρίσης

Κοινοποίησε την Ανάρτηση μας αν σας φάνηκε ενδιαφέρον
Χρόνος Ανάγνωσης 18 Λεπτά
Listen to this article
0
(0)

Last Updated on: 23rd Ιούλιος 2019, 08:23 μμ

Σχετική εικόνα         Î‘ποτέλεσμα εικόνας για ΑΓΙΟΙ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΕΣ ΛΑΡΙΣΗΣ

 

Ο Άγιος Αχίλλιος και οι Άγιοι Μητροπολίτες Λαρίσης: Εικονογραφικό Διάγραμμα” – Άρθρο του διδάκτορα Βυζαντινής Αρχαιολογίας στην Ανωτάτη Εκκλησιαστική Ακαδημία Αθηνών κ. Κωνσταντίνου Βαφειάδη, όπως αυτό δημοσιεύτηκε στο 1ο τεύχος του περιοδικού “ΑΧΙΛΛΙΟΥ ΠΟΛΙΣ”.

 

Εἶναι γνωστὸ ὅτι ἡ Θεσσαλία ἐδέχθη νωρὶς τὸν σωτήριο Λόγο τοῦ Εὐαγ- γελίου. Ὁ Μελίτων Σάρδεων ἀναφέρει ἐπιστολὴ τοῦ Ἀντωνίνου τοῦ Εὐσεβοῦς (138-161) πρὸς τοὺς κατοίκους τῶν πόλεων Θεσσαλονίκης, Ἀθηνῶν καὶ Λαρίσης, «περὶ τοῦ μηδὲν νεωτερίζειν κατὰ Χριστιανῶν»1. «Τράπεζα Μαρ- τύρων» (mensa martyrum) τοῦ 4ου-5ου αἰῶνος ἀναφέρει τὰ ὀνόματα τῶν Θεσ- σαλῶν μαρτύρων, Ἰωάννου, Λουκᾶ, Ἀνδρέου καὶ Λεωνίδου2. Σύμφωνα δὲ μὲ τὴν παράδοση τοῦ (πρώτου) Βίου τοῦ ἁγίου Ἀχιλλίου, ἐπισκόπου Λαρίσης, ὁ τελευταῖος ἐκλήθη ἀπὸ τὸν Μέγα Κωνσταντῖνο νὰ λάβει μέρος στὴν Α΄ Οἰκου- μενικὴ Σύνοδο (324/5). Στὴν ἐν Ἐφέσῳ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο (431) ὁ ἐπίσκοπος τῆς Λαρίσης φέρει γιὰ πρώτη φορὰ τὸν τίτλο τοῦ «Μητροπολίτου Θεσσαλίας». Σὺν τούτοις, ἀπὸ τὰ ποικίλα «Τακτικὰ» καὶ τὶς «Διατυπώσεις» τῶν μεσο- βυζαντινῶν χρόνων γνωρίζουμε ὅτι ἡ Μητρόπολη, ὑπαγομένη ἀρχικῶς στὸ ἀνατολικὸ Ἰλλυρικό, ὑπάγεται ἐν συνεχείᾳ στὸν θρόνο τῆς Κωνσταντινουπό- λεως, κατέχουσα τὴν 36η θέση στὴν τάξη τῶν βυζαντινῶν Μητροπόλεων. Ἡ ἵδρυση ὅμως τοῦ κράτους τῆς Θεσσαλίας ἀπὸ τὸν Ἰωάννη Α΄ Δούκα Κομνηνὸ τὸ ἔτος 1266 (ἕως τὸ 1318) συμπίπτει μὲ τὴν ἀπαρχὴ τῆς παρακμῆς τῆς Λαρί- σης. Οἱ Νέες Πάτρες (Ὑπάτη) (ἀργότερα τὰ Τρίκαλα) θὰ μετατραποῦν σὲ κέντρο τοῦ πολιτικοῦ καὶ οἰκονομικοῦ βίου τῆς περιοχῆς. Κατὰ τὴν διάρκεια τοῦ 14ου αἰῶνος, ἀλλὰ καὶ στὰ χρόνια τῆς Τουρκοκρατίας οἱ ἀρχιερεῖς τῆς Λαρίσης διαμένουν στὰ Τρίκαλα3. Πλῆθος λαμπρῶν ἀρχιερέων θὰ ποιμάνει τὴν θεσσα- λικὴ Ἐκκλησία, ὅπως ὁ Ἀντώνιος (1333-1348 καὶ 1355/6-ca. 1363), ὁ Ἰωάσαφ (μνεῖες 1383-1392/3, 1401-1402), ὁ Διονύσιος ὁ Ἐλεήμων (ca. 1482-ca.1489, †28 Μαρτίου 1510), ὁ κτίτωρ τῆς μονῆς Δουσίκου, Βησσαρίων Β΄ (1527-†13 Σεπτεμ- βρίου 1540) καὶ ὁ ὕστερον πατριάρχης, Ἱερεμίας Β΄ Τρανός (1570-1572)4.

Ἀλλὰ δὲν εἶναι μόνον αὐτό: πολλοὶ ἐκ τῶν ἱεραρχῶν τῆς μητροπόλεως Λαρίσης ἔχουν ἤδη καταταχθεῖ στὴν χορεία τῶν θαυματουργῶν Ἁγίων τῆς Ἐκκλησίας μας (ἁγ. Ἀχίλλιος, ἁγ. Κυπριανός, ἁγ. Βησσαρίων), ἄλλοι θὰ ἔχουν σημαντικὸ ρόλο στὴν διαμόρφωση τοῦ Νέου Ἑλληνισμοῦ. Λόγου χάριν, ὁ ἱερο- μάρτυς Διονύσιος Β΄, ὁ ἀποκληθεὶς χλευαστικῶς «Σκυλόσοφος» (1593-1600, †1611)5, καὶ ὁ Διονύσιος Ζ΄ Καλλιάρχης, ὁ ὁποῖος, μετατεθεὶς στὴν μητρόπολη Ἐφέσου (1794-1803, †10 Ἀπριλίου 1821), ἀπαγχονίζεται ἀπὸ τοὺς Τούρκους ὁμοῦ μὲ τὸν πατριάρχη Γρηγόριο Ε’ καὶ ἄλλους ἀρχιερεῖς6.

Μολονότι, ἡ παροῦσα μελέτη δὲν ἀφορᾶ στὴν δράση καὶ τὰ παλαίσματα τῶν Ἁγίων ἱεραρχῶν τῆς Λαρίσης, εἴμεθα ὑποχρεωμένοι νὰ ἀναφερθοῦμε ἐν συνόψει στὸν βίο τους, προκειμένου νὰ ἐξετασθεῖ ἐν συνεχείᾳ ἡ εἰκονογραφία τους.

Ὁ χριστιανικὸς βίος στὴν περιοχὴ τῆς Θεσσαλίας εἶναι συνυφασμένος μὲ τὴν προσωπικότητα τοῦ ἁγίου Ἀχιλλίου (†350;), ἀρχιεπισκόπου Λαρίσης στὰ χρόνια πιθανὸν τοῦ Μ. Κωνσταντίνου (306-337). Ὁ βίος του εἶναι γνωστὸς ἀπὸ μεταγενέστερα τοῦ χρόνου δράσεώς του κείμενα. Πάντως ἡ τιμὴ καὶ ἡ εὐλά- βεια πρὸς τὸν πολιοῦχο τῆς Λαρίσης (καὶ τῶν Γρεβενῶν) διαδίδεται ἀπὸ τὰ μέσα τοῦ 9ου αἰῶνος, τόσον στὸν ἐλληνόφωνο ὅσο καὶ στὸν σλαβικὸ κόσμο7.

Στὸ τρίτο τέταρτο τοῦ 13ου αἰῶνος, ἴσως μεταξὺ 1261 καὶ 1274, δηλαδὴ στὰ χρόνια τοῦ Μιχαὴλ Η΄ Παλαιολόγου, ἀνέρχεται στὸν ἐπισκοπικὸ θρόνο τῆς Λαρίσης ὁ λόγιος Θωμᾶς Γοριανίτης. Μὲ δικὴ του προτροπὴ διασκευάζεται ὁ ἀρχικὸς Βίος τοῦ ἁγίου Ἀχιλλίου, ἐνῶ ὁ ἴδιος θὰ συντάξει σειρὰ ἐπιγραμμάτων, ὅπως τὸ ἐπίγραμμα πρὸς τὸν δάσκαλό του, ρήτορα Μανουὴλ Ὁλόβωλο8. Τὸ ἔτος 1318 μαρτυρεῖται ὡς μητροπολίτης Λαρίσης ὁ ἅγιος Κυπριανός, πρώην ἡγούμενος τῆς μονῆς Ἁγίου Δημητρίου Μαρμαριανῶν9. Ὁ ἐν λόγῳ ἱεράρχης ἀναγκάζεται νὰ ἐγκαταλείψει τὴν Λάρισα καὶ νὰ ἐγκατασταθεῖ στὰ Τρίκαλα, ἐξ ἀφορμῆς τῆς πολιτικῆς ἀστάθειας καὶ τῆς κοινωνικῆς ἀναταραχῆς τῆς περιόδου. Ἐκεῖ θὰ ποιμάνει τὸ χριστεπώνυμο πλήρωμα μέχρι τὴν ὁσιακὴ του κοίμηση (†1332), ἀγωνιζόμενος ἐκ παραλλήλου κατὰ τῶν αὐθαιρεσιῶν τοπικῶν ἀρχόντων 10. Τὸν Κυπριανὸ διαδέχεται ὁ ἐκ Τρικάλων Ἀντώνιος (1333- 1363;), μέγας ρήτωρ τῆς ἐποχῆς, ὁ ὁποῖος θὰ συντάξει Ἐγκώμιο πρὸς τιμὴν τοῦ προκατόχου του11. Εἰρήσθω ὅτι τὰ ἔργα τοῦ Ἀντωνίου ἀποτελοῦν πηγὴ πληροφοριῶν γιὰ τὸν βίο του ἀλλὰ καὶ γιὰ τὸν βίο τῆς Θεσσαλίας. Μάλιστα ὡς μοναχὸς τῆς Μεγίστης Λαύρας στὸ Ἅγιον Ὄρος, φαίνεται νὰ ἦλθε σὲ ἐπαφὴ μὲ τὸν ἅγιο Γρηγόριο Παλαμᾶ καὶ τὸν μετέπειτα πατριάρχη Κωνσταν- τινουπόλεως Φιλόθεο Κόκκινο12.

Στὰ χρόνια τῆς ὀθωμανικῆς κατοχῆς, καὶ δὴ τὸ ἔτος 1489/90, ἐκλέγεται μητροπολίτης Λαρίσης ὁ ἅγιος Βησσαρίων ὁ Α΄, πρώην Δημητριάδος13, γιὰ τὸν ὁποῖο ὅμως δὲν γνωρίζουμε πολλά. Τοῦτον διαδέχεται ὁ ἅγιος Διονύσιος, ὁ ἐπονομαζόμενος Ἐλεήμων (μετὰ τὸ 1489/90 – πρὸ τοῦ 1500). Πρόκειται γιὰ τὸν νέο κτίτορα τῆς μονῆς τοῦ Ἁγίου Νικολάου Ἀναπαυσᾶ Μετεώρων, μονὴ στὴν ὁποία ἀποσύρεται μετὰ τὴν παραίτησή του ἀπὸ τὸν ἀρχιερατικὸ του θρόνο. Στὸ μοναστήριο αὐτὸ θὰ ἀσκηθεῖ ὣς τὸ τέλος τῆς ζωῆς του, στὶς 28 Μαρτίου τοῦ ἔτους 151014. Τὸν παραιτηθέντα μητροπολίτη Διονύσιο διαδέχεται ὁ Μᾶρκος ὁ Ἡσυχαστὴς ἤ Ἀσκητὴς (1499/1500-1527), γέροντας καὶ πνευμα- τικὸς τοῦ ἁγίου Βησσαρίωνος Β΄ Λαρίσης15.

Κορυφαία ὁσιακὴ προσωπικότητα τῶν πρώιμων μεταβυζαντινῶν χρόνων θεωρεῖται δικαίως ὁ ἅγιος καὶ θαυματουργὸς Βησσαρίων ἐπίσκοπος Ἐλασσό- νος, Ἔξαρχος Σταγῶν καὶ ὕστερον μητροπολίτης Λαρίσης (ca. 1490-1540). Μετὰ τὴν κοίμηση τοῦ γέροντός του, μητροπολίτου Μάρκου, ὁ Βησσαρίων διαδέχεται αὐτὸν στὸν θρόνο τῆς Λαρίσης (Ἀπρίλιος 1527–13 Σεπτεμβρίου 1540). Ὁ διαπρεπὴς ἱεράρχης ἐπέπρωτο νὰ ἀναπτύξει μεγάλο ἐκκλησιαστικό, πνευματικὸ καὶ κοινωνικὸ ἔργο, συνδράμων στὴν κατασκευὴ δρόμων, γεφυρῶν καὶ βεβαίως ναῶν. Σημειωτέον ὅτι ὁ ἅγιος Βησσαρίων ἀνεγείρει ἐκ νέου τὴν μονὴ τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ Μεγάλων Πυλῶν, γνωστὴ σήμερα ὡς μονὴ Δουσί- κου, μεταξὺ τῶν ἐτῶν 1527-1534/1535 16.

Οἱ προαναφερθέντες ἅγιοι ἱεράρχες ἐπέπρωτο νὰ ἐξεικονισθοῦν, ὡς σύν- ταγμα, στὸν ναὸ τῶν Ἁγίων Ἀναργύρων Τρικάλων, στὸ ἄλλοτε βόρειο περί- στωο (1627) (εἰκ. 1-2). Ὁ εἰκαστικὸς τοῦτος κατάλογος  περιλαμβάνει  τοὺς «Ἑπτὰ ἀρχιεπισκόπους» τῆς Λαρίσης: τὸν Θωμᾶ τὸν «Χωριάτη» [= Γοριανίτη], τὸν Κυπριανὸ τὸν Θαυματουργό, τὸν Ἀντώνιο τὸν Λογιώτατο καὶ Νέο Θεο- λόγο, τὸν Βησσαρίωνα τὸν Πρώην, τὸν Διονύσιο τὸν Ἐλεήμονα, τὸν Μᾶρκο τὸν Ἡσυχαστὴ καὶ τὸν Βησσαρίωνα [Β΄, τὸν] τοῦ Σωτῆρος17. Ὁ ῥέκτης Δουσι- κιώτης ἱερομόναχος Χατζη-Γεράσιμος περιγράφει τὴν ἐν λόγῳ παράσταση σὲ δύο κώδικες (Κῶδιξ 76 Δουσίκου (1846) καὶ Κῶδιξ 59 Δουσίκου (1858)18, σημει- ώνων: Καὶ οἱ οὗτοι πάντες εἰσὶν ἱστορισμένοι ἐν τῷ ναῷ τῶν Ἀγίων Ἀναργύρων ἐκ Τρίκκης, ἔξω εἰς τὸν νάρθηκα. Ταυτοχρόνως ὁ Χατζη-Γεράσιμος πληροφο- ρεῖ ὅτι ὅμοια σύνθεση ἀπαντᾶ στὸν παρακείμενο μητροπολιτικὸ ναὸ τοῦ Ἁγίου Στεφάνου, ἕδρα πιθανότατα τοῦ μητροπολίτου Λαρίσης κατὰ τὸν 17ο αἰῶνα. Δυστυχῶς, ἡ παράσταση αὐτὴ δὲν σώζεται.

Κατὰ συνέπεια, ἡ τοιχογραφία στὸν ναὸ τῶν Ἁγίων Ἀναργύρων ἀποτελεῖ εἰκονογραφικὸ ἅπαξ. Δεδομένου τούτου, παραμένει ἄγνωστο ἐὰν ὁ ζωγράφος ἀποδίδει τὰ φυσιογνωμικὰ χαρακτηριστικὰ τῶν Ἁγίων, βασιζόμενος σὲ ἀρχαι- ότερη παράσταση, μὴ σωζόμενη σήμερα, ἤ στὴν προφορικὴ παράδοση. Ἐν πάσῃ περιπτώσει, τὸ ἅπαξ ἀφορᾶ στὴν ἀπεικόνιση τῶν Ἁγίων μητροπολιτῶν Λαρίσης ὡς σύνταγμα, ὡς ὁμάδα Ἁγίων, ὄχι ὡς μεμονωμένων μορφῶν. Τοῦτο διότι ἐκ τῶν ἁγίων μητροπολιτῶν Λαρίσης, δύο τουλάχιστον ἀπαντοῦν ἱστορη- μένοι σὲ πλῆθος ναῶν καὶ εἰκόνων. Πρόκειται γιὰ τὸν ἅγιο Ἀχίλλιο καὶ τὸν ἅγιο Βησσαρίωνα τοῦ Σωτῆρος. Οἱ δύο αὐτοὶ ἱεράρχες, ἐκ παραλλήλου μὲ τὸν ἅγιο Οἰκουμένιο Τρίκκης19 καὶ τὸν ἅγιο Νικόλαο τὸν ἐν Βουνένῃ (τέλη 9ου-ἀρχὲς 10ου αἰ.)20, θὰ ἀποτελέσουν τὴν πλέον δημοφιλὴ στὴν εἰκονογραφία ξυνωρίδα θεσ- σαλῶν Ἁγίων. Στοὺς δύο αὐτοὺς ἱεράρχες τῆς Λαρίσης θὰ ἑστιάσουμε τὴν ἐξέ- τασή μας.

Εἶναι γνωστὸ ὅτι τὸν 6ο αἰῶνα οἰκοδομεῖται ἡ ἁφιερωμένη στὸν ἅγιο Ἀχίλ- λιο Βασιλικὴ στὴν ἀκρόπολη τῆς Λαρίσης (Λόφος «Φρουρίου»)21. Μεταξὺ δὲ τῶν ἐτῶν 986 καὶ 990 οἰκοδομεῖται ἀπὸ τὸν Βούλγαρο τσάρο, Σαμουήλ τρί- κλιτη βασιλικὴ στὴν Μικρὴ Πρέσπα, στὴν ὁποία θὰ τοποθετηθοῦν τμήματα τῶν λειψάνων τοῦ Ἁγίου, τὰ ὁποῖα εἶχαν κλαπεῖ22. Ἑνας ἀκόμη Σλάβος βασι- λέας, ὁ Στέφανος Nemanja, θὰ ἀνεγείρει ναὸ πρὸς τιμὴν τοῦ ἁγίου Ἀχιλλίου στὴν Moravica23. Τοῦτο ἀποδεικνύει τὴν ἱκανὴ διάδοση τῆς εὐλάβειας πρὸς τὸ πρόσωπο τοῦ ἁγίου Ἀχιλλίου στὰ μεσαιωνικὰ χρόνια.
Ἤδη ἀπὸ τὰ μεσοβυζαντινὰ χρόνια, πλῆθος ναῶν τῆς Βαλκανικῆς κοσμεῖται μὲ τὴν μορφὴ τοῦ ἁγίου Ἀχιλλίου24. Προσάγω ὡς πρῶτο παράδειγμα τὴν μορφὴ τοῦ Ἁγίου στὸ καθολικὸ τῆς μονῆς τοῦ Ὁσίου Λουκᾶ στὴν Βοιωτία (α΄ μισὸ 11ου αἰ.)25. Ἐδῶ ὁ Ἅγιος εἰκονίζεται ὡς πολιὸς γέρων, ὁλόσωμος καὶ μετωπικός, μὲ ἀρχιερατικὴ ἐνδυμασία. Κρατᾶ κλειστὸ εὐαγγέλιο, ἐνῶ μὲ τὴν δεξιὰ εὐλογεῖ. Ὁ Ἅγιος Ἀχίλλιος εἰκονίζεται ἐπίσης στὴν μονὴ Δαφνίου (τέλη 11ου αἰ.) καὶ πιθανότατα στὴν βασιλικὴ τῶν Πρεσπῶν (μέσα 11ου αἰ.), καίτοι ἡ τοιχογραφία αὐτὴ εἶναι κατεστραμμένη. Ὁ ἅγιος ἀπαντᾶ ἱστορημένος στὸν ναὸ τῶν Ἁγίων Ἀναργύρων Καστοριᾶς, χορηγία τοῦ Θεόδωρου Λημνιώτη (1180-1190) (εἰκ. 3)26, καὶ στὸ Παλατινὸ παρεκκλήσιο στὸ Palermo (12ος αἰ.)27.
Στὰ παλαιολόγεια χρόνια ὁ ἅγιος Ἀχίλλιος ἀποδίδεται ἐνίοτε ὡς μέσης ἡλι- κίας ἄνδρας, μὲ καστανὸ ὀξύληκτο γένειο, ὅπως στὴν περίπτωση τοῦ καθο- λικοῦ τῆς μονῆς Παναγίας Ὁλυμπιώτισσας στὴν Ἐλασσόνα28. Πάντως στὸν ναὸ τοῦ Ταξιάρχη Μητροπόλεως Καστοριᾶς (1359/60), ὁ Ἅγιος ἀποδίδεται λευκότριχος29, ὅπως ἐπίσης στὸν ναὸ τοῦ Ἁγίου Ἀθανασίου τῶν ἀδελφῶν Μουζάκη (1883/4)30 καὶ στὸ μοναστήριο τῆς Ὑπαπαντῆς (Ἀναλήψεως) στὰ Μετέωρα (1366/7), ὅπου ἀπαντᾶ καὶ ὁ ἅγιος Οἰκουμένιος31. Ἐξυπακούεται ὅτι ἡ ἀπεικόνιση τοῦ ἁγίου Ἀχιλλίου στὰ Βαλκάνια οὐδόλως ἀτονεῖ στὰ μεταβυζαντινὰ χρόνια. Ἐνδιαφέρον παρουσιάζει ἡ μορφὴ τοῦ Ἁγίου, πολιούχου τῶν Γρεβενῶν ἐπίσης, στὴν μονὴ Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου στὸ Τορνίκι Γρεβενῶν (1481), καὶ στὸ παλαιὸ καθο- λικὸ τῆς μονῆς τοῦ Ἁγίου καὶ Μεγάλου Μετεώ- ρου (1483), ἔργα καὶ τὰ δύο τοῦ περίφημου «Ἐργαστηρίου τῆς Καστοριᾶς»32.
Στὸ τελευταῖο μνημεῖο ὁ Ἅγιος ἀποδίδεται ἐντὸς μεταλλίου, ὡς πολιὸς γέρων μὲ πλούσια κωνικὴ γενειάδα. Ὁ ἅγιος Ἀχίλλιος ἀπαντᾶ ὡς συλλειτουργὼν ἱεράρχης στὸ Ἀσκηταριὸ τοῦ Ὁσίου Νικάνορα στὴν Ζάβορδα, στὴν φάση τοῦ 146233, στὸν ναὸ τῆς Πανα-γίας στὸ Βρυζόστι (1515)34 καὶ στὸ παρεκκλήσιο τοῦ Ἰωάννου τοῦ Θεο- λόγου στὴν μονὴ Μαυριώτισσας Καστοριᾶς (1552)35. Εἰκονίζεται ἐπί- σης στὸ καθολικὸ τῆς μονῆς τοῦ Σωτῆρος Μεγάλων Πυλῶν (Δουσί- κου) (1557/8)36 καὶ στὴν μονὴ Ρουσά- νου (1560), ἔργα καὶ τὰ δύο τοῦ ζωγράφου Τζώρτζη37. Στὴν μονὴ Δουσίκου ἱστορεῖται ὡς συλλει- τουργὼν ἱεράρχης ἐγγὺς τῆς ἁγίας τραπέζης μὲ τὸν Χριστὸ Ἀμνὸ ἐπὶ τοῦ ἁγίου δίσκου, πάρισος τοῦ Ἁγίου Οἰκουμενίου Τρίκκης (εἰκ. 5). Πρὸς τού- τοις, ὁ ἅγιος Ἀχίλλιος εἰκονίζεται στὸν παλαιὸ καθεδρικὸ ναὸ τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου Καλαμπάκας (1573), ὡς ἀναφαλαντίας γέρων μὲ μακριὰ λευκὴ γενειάδα38.
Πλῆθος μνημείων τοῦ 17ου αἰῶνος περιλαμβάνει στὸν διάκοσμό του τὴν μορφὴ τοῦ ἁγίου Ἀχιλλίου. Προσάγω ὡς παράδειγμα τὴν παράσταση στὴν νεότερη τράπεζα μονῆς Διονυσίου Ἁγίου Ὄρους (1603), ἔργο τοῦ ζωγράφου Δανιήλ39. Ἐδῶ ὁ Ἅγιος εἰκονίζεται ὡς μοναχός, μὲ ἀνεπτυγμένο εἰλητὸ τὸ ὁποῖο ἀναφέρει: ΕΙ ΘΕΛΕΙΣ ΣΩ/ΘΗΝΑΙ, ΜΙΣΗΣΟΝ / Τ(ΗΝ) ΚΟΙΛΙ(ΑΝ) ΣΟΥ Κ(ΑΙ) / Τ(ΑΣ) ΥΛΑΣ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ / Κ(ΑΙ) ΤΑΣ ΤΩΝ ΑΝ(ΘΡΩΠ)ΩΝ
ΤΙΜ[Α]Σ Κ(ΑΙ) ΣΩΖΗ (εἰκ. 6). Προσάγω ἐπίσης ἐνδεικτικῶς τὴν παράσταση στὸ καθολικὸ τῆς μονῆς Πέτρας ἐγγὺς τῆς κώμης Καταφυγίου Καρδίτσης (1625)40, ὅπου ὁ Ἅγιος συνεικονίζεται μὲ τὸν ἅγιο Οἰκουμένιο Τρίκκης, τὴν μορφὴ στὸ παρεκκλήσιο τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν τῆς μονῆς Βαρλαάμ, ἔργο τοῦ ἱερέως Ἰωάννη (1637)41, ἀλλὰ καὶ τὴν ἀπεικόνιση τοῦ Ἁγίου στὴν μονὴ Ἁγίας Τριάδος στὴν Δρακότρυπα Καρδίτσης (1758)42.
Βιογραφικὲς παραστάσεις τοῦ ἁγίου Ἀχιλλίου σπανίζουν. Ἀπαντοῦν ὅμως στὸν 18ο αἰῶνα στὸν ναὸ τοῦ Ἁγίου Ἀχιλλίου στὸν Πεντάλοφο Βοΐου Κοζάνης (1774), ἔργο τῶν Χιοναδιτῶν Κωνσταντίνου καὶ Μιχαήλ43. Στὸν ἐν λόγῳ διά- κοσμο ἀπαντοῦν δύο βιογραφικὲς σκηνές. Ἡ πρώτη παράσταση ἀναφέρεται σὲ θαῦμα τοῦ Ἁγίου κατὰ τὴν διάρκεια τῶν ἐργασιῶν τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ἡ δεύτερη στὴν ὁσιακὴ του κοίμηση. Ἕτερο ἐπεισόδιο ἐκ τοῦ Βίου τοῦ Ἁγίου ἀπαντᾶ σὲ εὐάριθμες τοιχογραφίες τοῦ Ἁγίου Ὄρους, ὅπως στὸ Κυριακὸ τῆς σκήτεως τοῦ Ἁγίου Δημητρίου (1755)44, καὶ σὲ εἰκόνες τοῦ 17ου- 19ου αἰῶνος μὲ κεντρικὸ θέμα τὸν Ἅγιο Δημήτριο. Παραδείγματος χάριν, σὲ εἰκόνα τοῦ ἔτους 1638/9 στὸ Λαογραφικὸ Μουσεῖο Φλώρινας ὁ ἅγιος Ἀχίλλιος συναντᾶ καὶ συνομιλεῖ μὲ τὸν ἅγιο Δημήτριο45. Πρόκειται γιὰ τὸ Θαῦμα, τὸ ὁποῖο ἀναφέρει ὁ Ἰωάννης Σταυράκιος, δηλαδὴ τὸ ὅραμα πορευομένων πρὸς τὴν Θεσσαλονίκη Ἰταλῶν προσκυνητῶν, σύμφωνα μὲ τὸ ὁποῖο οἱ δύο Ἅγιοι συναντῶνται (στὰ Τέμπη) καὶ συνομιλοῦν ἐξ ἀφορμῆς τῆς καταλήψεως τῆς Θεσσαλονίκης ἀπὸ τοὺς Ἀγαρηνούς46.
Ὡς ἤδη ἐλέχθη, ὁ ἅγιος Βησσαρίων τοῦ Σωτῆρος εἶναι ὁ δεύτερος συχνό-
τερα εἰκονιζόμενος ἱεράρχης τῆς Λαρίσης47. Σημειωτέον ὅτι ὁ ἀριθμὸς τῶν σωζόμενων ἀπεικονίσεών του δὲν εἶναι ἀκόμη γνωστός.
Ὁ ἅγιος ἱεράρχης εἰκονίζεται στὴν μονὴ Σωτῆρος Μεγάλων Πυλῶν (Δουσίκου) (1557/8), παράσταση γιὰ τὴν ὁποία θὰ γίνει λόγος κατωτέρω. Ὡς μεσῆλιξ ἄνδρας, εἰκονίζεται στὸ Ἱερὸ Βῆμα τοῦ παλαιοῦ ἐπισκοπικοῦ ναοῦ τῆς Κοι- μήσεως τῆς Θεοτόκου στὴν Καλαμπάκα. Φέρει δὲ τὴν ἐπιγραφή: Ὁ ΑΓΙΟΣ ΒΥΣΑΡΙΟΣ48. Πρόκειται ὅμως γιὰ ἐπέμβαση τοῦ 18ου αἰῶνος ἐπὶ παλαιοτέρας παραστάσεως ἀδήλου Ἁγίου. Ἐκτὸς ἀπὸ τὸν ναὸ τῶν Ἁγίων Ἀναργύρων Τρι- κάλων (1627), ὁ ἅγιος Βησσαρίων ἱστορεῖται ἐπίσης στὸ παρεκκλήσιο τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος στὴν μονὴ Πέτρας Καρδίτσης (1673), στὴν μονὴ Γεννήσεως τῆς Θεοτόκου στὴν κώμη Βλάσι Καρδίτσης (18ος αἰ.), δεόμενος πρὸς τὸν Χριστό49, καὶ ἀλλοῦ.
Σὺν τούτοις, ὁ Ἅγιος κτίτωρ τῆς μονῆς Δουσίκου ἱστορεῖται σὲ πλῆθος μεταβυζαντινῶν εἰκόνων, μὲ μικρὲς παραλλαγές ὡς πρὸς τὴν ἔνδυση καὶ τὴν τριχοφυΐα. Προσάγω ὡς παράδειγμα εἰκόνα τῆς μονῆς Σωτῆρος Δουσίκου τοῦ τέλους ἴσως τοῦ 17ου αἰῶνος. Στὴν εἰκόνα αὐτὴ ὁ ἅγιος Βησσαρίων τοποθε- τεῖται δίπλα στὸν ἄγιο Ἀχίλλιο, ὅπως καὶ σὲ ἄλλες περιπτώσεις. Παραδόξως ὁ ἅγιος Ἀχίλλιος εἰκονίζεται ὡς ἱερέας, ἐνῶ ὁ κτίτορας τῆς μονῆς Δουσίκου ὡς ἐπίσκοπος, μὲ ἀβακωτὸ φελόνιο καὶ ἔνσταυρο ὠμοφόριο50. Εἰκόνα τοῦ 18ου αἰῶνος ἀπὸ τὸν ναὸ τοῦ Ἁγίου Στεφάνου Τρικάλων περιλαμβάνει τρεῖς ἁγίους Θεσσαλοὺς ἱεράρχες: τὸν Ἅγιο Ἀχίλλιο, τὸν Ἅγιο Οἰκουμένιο Τρίκκης καὶ τὸν Ἅγιο Βησσαρίωνα. Καὶ οἱ τρεῖς ἅγιοι ἱεράρχες φέρουν ἀρχιερατικὸ σάκκο, μίτρα καὶ ράβδο51.
Πέραν τῶν ἀνωτέρω, λόγος πρέπει νὰ γίνει καὶ γιὰ τὶς κτιτορικὲς παρα- στάσεις, σὲ τοιχογραφίες καὶ εἰκόνες τῆς Θεσσαλίας, στὶς ὁποῖες εἰκονίζονται Ἅγιοι μητροπολῖτες Λαρίσης.
Ἐνδεικτικὴ εἶναι ἡ κτιτορικὴ παράσταση στὸν νάρθηκα τοῦ καθολικοῦ τῆς μονῆς τοῦ Ἁγίου Νικολάου Ἀναπαυσᾶ (1527). Στὴν ἐν λόγῳ σύνθεση οἱ δύο κτίτορες, ὁ ἅγιος Διονύσιος Ἐλεήμων, μητροπολίτης Λαρίσης, καὶ ὁ ἱεροδιά- κονος Νικάνωρ, ἔξαρχος Σταγῶν, δέονται ἑκατέρωθεν τῆς Παναγίας. Στὰ ἀρι- στερὰ αὐτῆς, καὶ ἐπομένως μεταξὺ τῶν δύο κτιτόρων, εἰκονίζεται ὁλόσωμος ὁ ἅγιος Ἀθανάσιος, ὁ καθηγητής τοῦ Ἁγίου Μετεώρου52. Ἑπομένως, ὁ ἅγιος Διονύσιος, φέρων ἐδῶ ἡγουμενικὴ ἐνδυμασία, δέεται ὄχι μόνον πρὸς τὴν Πανα-γία ἀλλὰ καὶ πρὸς τὸν ἀρχηγέτη τοῦ μετεωρικοῦ μοναχισμοῦ ἅγιο Ἀθανάσιο Μετεωρίτη. Δὲν εἶναι τυχαῖο ὅτι ὁ ἀρχιερεὺς θὰ θέσει ὑπὸ τὴν ἐξουσία τῆς μονῆς τοῦ Μ. Μετεώρου πάντα τὰ μετεωρικὰ καθιδρύματα, κελλία καὶ προ- σευχάδια53.
Στὸν δυτικὸ τοῖχο τοῦ καθολικοῦ τῆς μονῆς Σωτῆρος Μεγάλων Πυλῶν (Δουσίκου) εἰκονίζονται πάρισοι καὶ φωτοστεφανωμένοι ὁ Ἅγιος Βησσαρίων καὶ ὁ ἀνεψιὸς του, Ἅγιος Νεόφυτος, δεύτερος κτίτωρ τῆς θεσσαλικῆς μονῆς, ἐπίσκοπος Σταγῶν καὶ ἐν συνεχείᾳ μητροπολίτης Λαρίσης κατὰ τὰ ἔτη 1550- 156954. Ὁ Ἅγιος Βησσαρίων ἀποδίδεται ὡς μέσης ἡλικίας ἄνδρας, μὲ μελανὸ γένειο καὶ παπαλήθρα, ὅμοιος τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ55. Κρατᾶ μὲ τὸ ἀριστερὸ χέρι κλειστὸ εὐαγγέλιο, ἐνῶ μὲ τὴν δεξιὰ εὐλογεῖ. Ἡ ἐπιγραφή ἀναφέρει: Ο ΑΓΙΟΣ ΒΙΣΣΑΡΙΩΝ / ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟ/ΠΟΣ ΛΑΡΙΣΗΣ – ΚΑΙ ΚΤΙΤΩΡ / ΤΗΣ ΣΕΒΑΣΜΙ(ΑΣ) / ΜΟΝΗΣ ΤΑΥ/ΤΗΣ. Ὅσον ἀφορᾶ στὸν Ἅγιο Νεόφυτο, αὐτὸς εἰκονίζεται στραμμένος καὶ δεόμενος πρὸς τὸν θεῖο του, ἅγιο Βησσαρίωνα. Φέρει μοναστικὸ κουκούλιο καὶ ἀρχιερατικὸ πολύσταυρο σάκκο, προνόμιο ποὺ παραχώρησε σὲ αὐτὸν ὁ πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Ἰωάσαφ ὁ Μεγαλοπρεπής (τέλη 1554-1565)56. Μὲ τὸ ἕνα χέρι συγκρατεῖ ὁμοί- ωμα τοῦ καθολικοῦ, ἔχων τὸ ἄλλο ὑψωμένο σὲ σχῆμα δεήσεως. Ἡ συνοδευ- τικὴ ἐπιγραφὴ ἀναφέρει: ΝΕΟΦΥΤΟΣ / ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΛΑΡΙΣΣΗΣ – Κ(ΑΙ) ΝΕΟΣ ΚΤΗ/ΤΩΡ ΤΗΣ ΣΕΒΑΣ/ΜΙΑΣ ΜΟΝΗΣ ΤΑΥΤΗ/Σ.
Πρὸς τούτοις, οἱ δύο ἅγιοι ἱεράρχες εἰκονίζονται σὲ «ρωσικοῦ» ὕφους εἰκό- να τοῦ Βυζαντινοῦ Μουσείου Ἀθηνῶν (1592), δωρεὰ τοῦ ἁγίου Ἀρσενίου Ἐλασσόνος (1549/50-1625/6), μητροπολίτου Δομενίκου καὶ Ἐλασσόνος, ὕστε- ρον ἀρχιεπισκόπου τοῦ καθεδρικοῦ τῶν Ἀρχαγγέλων στὴν Μόσχα (εἰκ. 7)57. Ὡς γνωστὸν, ὁ λόγιος ἀρχιερεύς, γόνος τῆς ἱερατικῆς οἰκογένειας τοῦ ἁγίου Βησσαρίωνος, θὰ προσφέρει ὡς δῶρο πλῆθος εἰκόνων σὲ μονὲς καὶ ναούς, ἰδίως τῆς Θεσσαλίας. Ὡς δεῖγμα λαμπρὸ τῶν προσφορῶν του προσάγεται ἡ ἀνωτέρω εἰκόνα τοῦ Μουσείου τῶν Ἀθηνῶν58.
Στὴν ἐμπνευσμένη αὐτὴ σύνθεση ἡ ἔνθρονη Θεοτόκος μὲ τὸν Χριστὸ στὸν κόλπο της καταλαμβάνει τὸν ἄξονα. Ἑκατέρωθεν αὐτῆς εἰκονίζον- ται οἱ ἅγιοι Βησσαρίων Β΄ καὶ Νεό- φυτος Β΄ σὲ σχῆμα δεήσεως. Ἀξίζει νὰ σημειωθεῖ ὅτι ὁ μικρὸς Χριστὸς ἔχει ἁπλωμένα τὰ χέρια, κρατών αὐτὰ τῶν δύο ἁγίων μητροπολιτῶν, ὡς ὁδηγὸς καὶ ὑπερασπιστὴς αὐτῶν. Οἱ δὺο Ἅγιοι φέρουν ἡγουμενική, ὄχι ἀρχιερατικὴ ἐνδυμασία. Μὲ τὸν ἴδιο τρόπο εἶναι ἐνδεδυμένοι οἱ αὐτάδελ- φοι ἐπίσκοποι Ἀρσένιος Ἐλασσόνος καὶ Ἰωάσαφ Σταγῶν, οἱ ὁποῖοι εἰκονίζονται γονυπετεῖς στὰ πόδια τῆς Παναγίας.
Ἀξίζει, τέλος, νὰ ἀναφερθεῖ ὅτι ὁ ἅγιος Νεόφυτος Β΄ Λαρίσης συνεικονίζε- ται μὲ τὸν ἅγιο Βησσαρίωνα, φέρων μάλιστα ὁμοίωμα τοῦ καθολικοῦ τῆς μονῆς Σωτῆρος Δουσίκου, στὸ διακονικὸ τοῦ ναοῦ τῶν Ἁγίων Ἀναργύρων Τρι- κάλων (1627;)59, στὸ παρεκκλήσιο τῆς Μεταμορφώσεως στὴν μονὴ Πέτρας Καταφυγίου Καρδίτσης (1672)60 καὶ στὴν τράπεζα τῆς μονῆς Δουσίκου (1727)61. Ἐκ τῶν ἀνωτέρω λεχθέντων προκύπτει ὅτι μεταξὺ τῶν ἁγίων ἱεραρχῶν τῆς Λαρίσης, πλέον δημοφιλεῖς στὴν εἰκονογραφία εἶναι ὁ ἅγιος Ἀχίλλιος καὶ ὁ ἅγιος Βησσαρίων τοῦ Σωτῆρος. Τοῦτο ἀσφαλῶς δὲν εἶναι τυχαῖο. Ἡ προ- σφορὰ τους στὴν Ἐκκλησία καὶ στὸ πολύπαθο Γένος μας ἀλλὰ καὶ τὸ πλῆθος τῶν θαυμάτων ποὺ αὐτοὶ ἐπιτελέσαν (καὶ ἐπιτελοῦν) αἰτιολογεῖ ἐπαρκῶς τὴν μεγάλη διάδοση τῆς τιμῆς καὶ τῆς εὐλάβειας πρὸς τὸ πρόσωπό τους.

Παραπομπές :

Π. Ἀβραμέα, Ἡ βυζαντινὴ Θεσσαλία μέχρι τοῦ 1204. Συμβολὴ εἰς τὴν ἱστορικὴν Γεωγραφίαν, ἐν Ἀθήναις 1974, 40.

2 Γ. Σωτηρίου, «Τράπεζα μαρτύρων τοῦ Βυζαντινοῦ Μουσείου Ἀθηνῶν», ΔΧΑΕ 1 (1932), 7-17. Πρβλ. Ἐ. Χαλκιᾶ, «‘Τράπεζες μαρτύρων’. Ἡ σημασία τοῦ ὅρου καὶ ἡ τύχη του στὴν ἑλληνικὴ βιβλιογραφία», ΔΧΑΕ 14 (1987-1988), 101-102. Σ. Γουλούλης, «Οἱ πρῶτοι Μάρτυρες καὶ τὸ ἀρχαῖο Θέατρο Λάρισας», Λεπέτυμνος. Μελέτες Ἀρχαιολογίας καὶ Τέχνης στὴ μνήμη τοῦ Γεωργίου Γού- ναρη. Ὕστερη Ρωμαϊκή, Βυζαντινή, Μεταβυζαντινὴ περίοδος, (ἐπιμ. Ἀ. Σέμογλου, Ἰ. Π. Ἀρβανι- τίδου, Ἐ. Γ. Γούναρη), Θεσσαλονίκη 2018, 487-495. Πρβλ. ἐπίσης Ὁ ἴδιος, «Κέντρα λατρείας τοπικῶν Ἁγίων στὴ Μεσαιωνικὴ Θεσσαλία», 1ο Διεθνὲς Συνέδριο Ἱστορίας καὶ Πολιτισμοῦ τῆς Θεσσαλίας, Πρακτικὰ Συνεδρίου, 9-11 Νοεμβρίου 2006, Λάρισα 2006, τόμ. Β΄, 399-400.

 

3 Τοῦτο διαρκεῖ ἀπὸ τὸ 1318 μέχρι τὴν ἀρχιερατεία τοῦ Λαρίσης, Ἰακώβου Β΄ (1734-1749).

4 Γιὰ τὴν ἐκκλησιαστικὴ ἱστορία τῆς Μητροπόλεως Λαρίσης στὰ βυζαντινὰ χρόνια βλ. Ἀβραμέα, βυζαντινὴ Θεσσαλία, ἰδίως 39-54. P. Magdalino, The  History  of  Thessaly,  1266-1393,  Oxford  1976. G. A. Koulouras, Byzantine Larisa and its region from the 6th century to 1204, London 1995[2017], 90-105. Γιὰ τὴν ἐκκλησιαστικὴ ἱστορία τῆς Μητροπόλεως στὰ μεταβυζαντινὰ χρόνια βλ. Πολυκάρπου, Μητροπολίτου Τρίκκης καὶ Σταγῶν, «Ἡ ἕδρα τῆς Μητροπόλεως Λαρίσης κατὰ τὸν ΙΣΤ΄ καὶ ΙΖ΄ αἰῶνα», Δ. Ζ. Σοφιανός, «Οἱ Νεόφυτοι Λαρίσσης τοῦ 16ου αἰῶνος. Συμβολὴ εὶς τὴν ἐκκλησιαστικὴν ἱστορίαν τῆς μεταβυζαντινῆς Θεσσαλίας» ΕΜΑ 15-16 (1965-1966) [1997], 86-124.

5 Γιὰ τὸν Διονύσιο βλ. ἐνδεικτικῶς Σ. Παπαδόπουλος, «Οἱ ἐξεγέρσεις τοῦ μητροπολίτου Λαρίσης- Τρίκκης Διονυσίου τοῦ «Σκυλοσόφου» (1600 και 1611)», Ἱστορία τοῦ Ἐλληνικοῦ Ἔθνους, τόμ. 10, 326-328. Θ. Β. Παπακωνσταντίνου, Τὰ ἐπαναστατικὰ κινήματα τοῦ Διονυσίου τοῦ Φιλοσόφου Μητροπολίτη Λάρισας, Ἀθήνα 2000. Ὁ ἴδιος, Οἱ ἀπελευθερωτικοὶ ἀγῶνες τῶν Ἑλλήνων κατὰ τῶν Τούρκων (τέλη 16ου-ἀρχὲς 17ου αἰῶνα). Ἀνέκδοτα ἔγγραφα ἀπὸ τὰ ἀρχεῖα Simancas τῆς Ἰσπανίας, Ἀθήνα 2004.

6 Γιὰ τὸν Διονύσιο Καλλιάρχη βλ. Π. Κοντογιάννης, «Διονύσιος Καλλιάρχης», Ἀθηνᾶ 18 (1906), 145-196. Ν. Γιαννόπουλος, «Ἐπισκοπικοὶ κατάλογοι Θεσσαλίας» Θεολογία 11.4 (1933), 342

 

7 Βλ. T. Subotin Goluborić, «Le cult de Saint Achille  de Larissa»,  Zbornik Radova  26 (1987),  21 κ.ἑ. Δ. Ζ. Σοφιανός, «Ὁ ἅγιος Ἀχίλλιος Λαρίσης – Ὁ ἀρχικὸς ἀνέκδοτος Βίος (Θ΄ αἰ.) καὶ ἡ μεταγενέστερη (ΙΓ΄ αἰ.) διασκευὴ του. Ἀνέκδοτα ὑμνογραφικὰ κείμενα (Ἰωσὴφ Ὑμνογράφου, Μανουὴλ Κορινθίου, Ἀναστασίου Γορδίου)», Μεσαιωνικά καὶ Νέα Ἑλληνικὰ 3 (1990), 97-213. Σ. Γουλούλης, «Ὁ τάφος τοῦ Ἁγίου Ἀχιλλίου καὶ ἡ τιμὴ τῶν λειψάνων του στὴν Λάρισα μέχρι τὸ 985», Πρακτικὰ τοῦ Α΄ Ἰστορικοῦ Ἀρχαιολογικοῦ Συμποσίου στὴν Λάρισα: Παρελθὸν καὶ Μέλλον, Λάρισα 26-28  Ἀπρλίου 1985, Λάρισα 1985. Ὁ ἴδιος, «Κέντρα λατρείας τοπικῶν Ἁγίων», 400-402. Χ. Β. Στεργιούλης, «Ἡ διασκευὴ τοῦ Βίου τοῦ Ἁγίου Ἀχιλλίου (15ος  αἰ.) ἀπὸ ρητορικῆς ἀπόψεως», Βυζαντινὰ 30 (2010), 67-

  1. Ὀ. Καραγιώργου, «Ὁ ἅγιος Ἀχίλλιος καὶ ἡ Λάρισα τῆς Ὕστερης Ἀρχαιότητας: ἁγιολογικὲς καὶ ἀρχαιολογικὲς μαρτυρίες (Πρόταση γιὰ μιὰ διαφορετικὴ ἀνάγνωση)», Ἀφιέρωμα στὸν Ἀκαδημαϊκὸ Παναγιώτη Λ. Βοκοτόπουλο, (ἐπιμ. Β. Κατσαρός, Ἀ. Τούρτα), Ἀθήνα 2015, 233-246.

8 Γιὰ τὸν ἅγιο Θωμᾶ Γοριανίτη βλ. Σ. Λάμπρος, «Ἐπιγράμματα Θωμᾶ Γοριανίτου» Νέος Ἑλληνο- μνήμων 12 (1915), 435 κ.ἑ. Γουλούλης, «Ὁ τάφος τοῦ Ἁγίου Ἀχιλλίου», 212-214. Δ. Ζ. Σοφιανός, «Ὁ μητροπολίτης Λαρίσης Θωμᾶς Γοριανίτης (Β΄ μισὸ τοῦ ΙΓ΄ αἰ.)», ΘεσσΧρον 15 (1984), 147-161, πίν. Γ΄. Ὁ ἴδιος, «Οἱ Ἑπτὰ Ἅγιοι ἀρχιεπίσκοποι Λαρίσης’. Βιογραφικὰ καὶ χρονολογικὰ ζητήματα (ΙΓ΄- ΙΣΤ΄ αἰ.)», Πρακτικὰ 5ου (23.10.1999) καὶ 6ου (8.5.2004) Συνεδρίου Λαρισαϊκῶν Σπουδῶν, (Βιβλιο- θήκη Θεσσαλικῶν Μελετῶν 9), Λάρισα 2010, 37-38.

9 Γιὰ τὴν μονὴ βλ. Σ. Γουλούλης, «Ἡ βυζαντινὴ μονὴ τοῦ Ἁγίου Δημητρίου Μαρμαριανῶν Λαρίσης: προσπάθεια ἐντοπισμοῦ», Ἱστορικογεωγραφικὰ 7 (2000), 121-144. Ὁ ἴδιος, «Μαρμάριανη-Μονὴ Μαρμαριανῶν (ἤ Μαρμαριάνων)», Ἡ Λάρισα. Ὄψεις τῆς Ἱστορίας τῆς περιοχῆς, Πρακτικὰ τοῦ 4ου Συνεδρίου Λαρισαϊκῶν Σπουδῶν, Λάρισα, 12-13 Ἀπριλίου 1997,  Λάρισα  2002,  139-145.

10 Γιὰ τὸν ἅγιο Κυπριανὸ βλ. Σοφιανός. «Οἱ Ἑπτὰ Ἅγιοι ἀρχιεπίσκοποι Λαρίσης», 403.

11 Σ. Γ. Γουλούλης, Ἀντωνίου Λαρίσης, Ἐγκώμιο εἰς τὸν ἅγιο Κυπριανὸ Λαρίσης. Προλεγόμενα

Κείμενο – Μετάφραση, Λάρισα 1991.

12 Γιὰ τὸν Ἀντώνιο Λαρίσης καὶ τὴν δράση του βλ. N. Bees, «Zur Schriftstellerei des Antonios von Larissa», BNJ 12 (1935-1936), 314. Σοφιανός, «Ὁ μητροπολίτης Λαρίσης Θωμᾶς Γοριανίτης», 150. Ὁ ἴδιος, «Ὁ ἅγιος Ἀχίλλιος Λαρίσης», 114, σημ. 51. Ὁ ἴδιος, «Οἱ Ἑπτὰ Ἅγιοι ἀρχιεπίσκοποι Λαρί- σης», 38. Γουλούλης, Ἀντωνίου Λαρίσης ἐγκώμιο, 39 κ.ἑ. Ὁ ἴδιος, «Ἀντώνιος Λαρίσης (1332/33- 1363/71): συμβολὴ στὸν βίο καὶ τὸ συγγραφικὸ του ἔργο», Πρακτικὰ Πανελληνίου Συνεδρίου ‘Θεσ- σαλοὶ φιλόσοφοι’, Εταιρεία Ἱστορικῶν Ἐρευνῶν Θεσσαλίας, Λάρισα – Τσαρίτσανη, Μάρτιος 1995, Τρίκαλα 1998, 56-105. Ὁ ἴδιος, «Τὰ ἐγκαίνια τῆς ‘Ἐπισκοπῆς’ τῶν Τρικάλων: Τοπογραφία, ἰδεολογία καὶ θρησκευτικὴ ζωὴ μιᾶς βυζαντινῆς ‘Πρωτεύουσας’», Κληρονομία 37, τεῦχ. Α΄-Β΄ (2005-2013), 109-117 καὶ σποράδην. Πρβλ. Δ. Κ. Ἀγορίτσας, «Ὁ ἐπίσκοπος Τρίκκης Οἰκουμένιος. Ζητήματα προσωπογραφίας καὶ ἁγιολογίας», Τρικαλινά 21 (2001), 433-449. Βλ. ἐπίσης Β. Σ. Ψευ- τογκάς, Ἀντωνίου ἀρχιεπισκόπου Λαρίσης. Λόγοι θεομητορικοὶ – δεσποτικοί – ἀπολογητικοί, Θεσσαλονίκη 2002.

13 Γιὰ τὸν ἅγιο Βησσαρίωνα Α΄ βλ. Σοφιανός. «Οἱ Ἑπτὰ Ἅγιοι ἀρχιεπίσκοποι Λαρίσης», 38-39. Ὁ ἴδιος, Ἡ ἐπισκοπὴ Σταγῶν. Σύντομο ἱστορικὸ διάγραμμα, (ἐκδ. Ἱερὰ μητρόπολις Σταγῶν καὶ Μετεώρων), Καλαμπάκα 2004, 39-40.

14 Γιὰ τὸν ἅγιο Διονύσιο τὸν Ἐλεήμονα βλ. Δ. Ζ. Σοφιανός, «Ὁ μητροπολίτης Λαρίσης Ἅγιος Διο- νύσιος ὁ Ἐλεήμων (†1510) καὶ οἱ εἰκονογραφικὲς παραστάσεις του», Οἱκοδομὴ καὶ Μαρτυρία. Ἔκφρασις ἀγάπης καὶ τιμῆς εἰς τὸν σεβασμιώτατον Μητροπολίτην Σερβίων καὶ Κοζάνης κύριον Διονύσιον, Κοζάνη 1991, τόμ. Β΄, 389-403. Ὁ ἴδιος, «Οἱ Ἑπτὰ Ἅγιοι ἀρχιεπίσκοποι Λαρίσης», 39.

15 Γιὰ τὸν ἅγιο Μᾶρκο τὸν Ἀσκητὴ βλ. Σοφιανός, «Ὁ μητροπολίτης Λαρίσης Θωμᾶς Γοριανίτης»,

  1. Ὁ ἴδιος, «Οἱ Ἑπτὰ Ἅγιοι ἀρχιεπίσκοποι Λαρίσης», 39.

16 Γιὰ τὸν ἅγιο Βησσαρίωνα τοῦ Σωτῆρος ἡ βιβλιογραφία εἶναι ὀγκώδης. Βλ. ἐνδεικτικῶς Δ. Σοφια- νός, «Ἱστορικὰ σχόλια σὲ ἐπιγραφὲς, ἐπιγράμματα, χαράγματα καὶ ἐνθυμήσεις τῆς μονῆς Δουσί- κου. Συμβολὴ στὴν ἱστορία τῆς Μονῆς», Μεσαιωνικὰ καὶ Νέα Ἑλληνικὰ 1 (1984), 9-17 [Δουσικιώ- τικα Σύμμεικτα, 61-162]. Ὁ ἴδιος, «Χατζη-Γερασίμου ἱερομονάχου Δουσικιώτη, Ἀνέκδοτο ἐγκώμιο (1826) τοῦ ἁγίου Βησσαρίωνος, μητροπολίτη Λαρίσης (Μάρτ. 1527 – Σεπτ. 1540) καὶ κτήτορα τῆς μονῆς Δουσίκου. Προσωπογραφικὰ καὶ χρονολογικὰ ἁγίου Βησσαρίωνος», Τρικαλινὰ 7 (1987), 7- 27 [Δουσικιώτικα Σύμμεικτα, 221-243]. Ὁ ἴδιος, «Ὁ Ἅγιος Βησσαρίων μητροπολίτης Λαρίσης (1527- 1540) καὶ κτίτορας τῆς μονῆς Δουσίκου. Ἀνέκδοτα ἁγιολογικὰ καὶ ἄλλα κείμενα», Μεσαιωνικὰ καὶ Νέα Ἑλληνικὰ 4 (1992), 177-228 [= Δουσικιώτικα Σύμμεικτα, 273-420]. Ὁ ἴδιος, «Ἀνέκδοτα ὑμνογραφικὰ κείμενα ἀναφερόμενα στὸν μητροπολίτη Λαρίσης καὶ κτήτορα τῆς μονῆς Δουσίκου ἅγιο Βησσαρίωνα (†1540)», Τρικαλινά 14 (1994), 37-68 [Δουσικιώτικα Σύμμεικτα, 421-454]. Ε. Ἀγγελομάτη-Τσουγκαράκη, «Ἱερὰ λείψανα καὶ οἰκονομικὰ προβλήματα. Ἡ διάδοση τῆς λατρείας τοῦ ἁγίου Βησσαρίωνα, Τρικαλινά 17 (1997), 193-212. Σοφιανός, «Οἱ Ἑπτὰ Ἅγιοι ἀρχιεπίσκοποι Λαρίσης», 40-41

17 Ἡ κτιτορικὴ ἐπιγραφή ἀναφέρει: ΔΕΗΣΙΣ ΤΗΣ ΔΟΥΛΗΣ ΤΟΥ Θ(ΕΟ)Υ ΑΓΕΛΗΚΗΣ ΕΜΑ- ΝΟΥΗΛ ΤΟΥ ΜΕΛΑΤΡΟΥ ΕΝ Ε[ΤΕΙ] ,αχκζ΄[=1627]. Γιὰ τὸν ναὸ καὶ τὶς τοιχογραφίες βλ. Ν. Γιαν- νόπουλος, «Αἱ παλαιαὶ ἐκκλησίαι Τρικάλων καὶ οἱ δύο Βησσαρίωνες Λαρίσης», ΔΧΑΕ 3 (1926), 20-27. Δ. Γ. Καλούσιος, «Τρικαλινὰ Σύμμεικτα Ι΄», Θεσσαλικὸ Ἡμερολόγιο 27 (1995), 110-112. Σοφια- νός, «Οἱ Ἑπτὰ Ἅγιοι ἀρχιεπίσκοποι Λαρίσης», 33-48. Σ. Γουλούλης, «‘Σύναξη τῶν Ἑπτὰ ἀρχιεπι- σκόπων Λαρίσης’. Ὁ μητροπολίτης Λαρίσης Νεόφυτος Β΄ (1550-1569) καὶ ὁ μητροπολιτικὸς ναὸς τοῦ Ἁγίου Στεφάνου Τρικάλων (πρὶν ἀπὸ τὸ β΄ μισὸ τοῦ 17ου αἰ.)», στὴν παροῦσα Ἐπετηρίδα.

18 Σοφιανός, «Οἱ Ἑπτὰ Ἅγιοι ἀρχιεπίσκοποι Λαρίσης», 36-37

19 Γιὰ τὴν εἰκονογραφία τοῦ ἁγίου Οἰκουμενίου Τρίκκης βλ. Γ. Χατζούλη, «Πρώτη προσέγγιση στὴν εἰκονογραφία τοῦ ἀγίου Οἰκουμενίου, ἐπισκόπου Τρίκκης (4ος αἰ.)», Τρικαλινά 24 (2004), 133-160.

20 Βλ. ἐνδεικτικῶς Δ. Σοφιανός, Ἅγιος Νικόλαος ὁ ἐν Βουνένῃ. Ἀνέκδοτα ἁγιολογικὰ κείμενα – ἱστορικαὶ εἰδήσεις περὶ τῆς Μεσαιωνικῆς Θεσσαλίας (Ι΄ αἰών), ἐν Ἀθήναις 1972. Ὁ ἴδιος, «Ὁ ἅγιος Νικόλαος ὁ νέος τῆς Βουναίνης (Ι΄ αἰών). Συμπληρωματικὰ στοιχεῖα, ἀνέκδοτα ἁγιολογικὰ κείμενα Μαξίμου (1620) κ.ἄ.», Μεσαιωνικὰ καὶ Νέα Ἑλληνικά 2 (1986), 71-109. Πρβλ. Γουλούλης, «Κέντρα λατρείας τοπικῶν Ἁγίων», 402-403.

21 Στὸν τάφο φυλάσσεται σήμερα τὸ τίμιο λείψανο τοῦ Ἁγίου, τὸ ὁποῖο ἐπανήλθε στὴν θέση του τὸ 1980, μετὰ ἀπὸ πολλὲς περιπέτειες.

22 Βλ. ἐνδεικτικῶς Ν. Μουτσόπουλος, «Ἠ βασιλικὴ τοῦ Ἁγίου Ἀχιλλείου στὴ Μικρὴ Πρέσπα»,

ΔΧΑΕ 4 (1964-1965), 163-203.

23 C. Grozdanov, «St. Achilleus in Byzantine and Postbyzantine Fresco Painting», στό: Kurbinovo and Other Studies on Prespa Frescoes, Skopje 2006, 315.

24 G. Cvetan, Les portraits des Saints de Macédoine du IX au XVII siècle, Skopje 1983, 145 κ.ἑ., 290, κ.ἑ.. Grozdanov, «St. Achilleus», 272-316. Σοφιανός, «Οἱ Ἑπτὰ Ἅγιοι ἀρχιεπίσκοποι Λαρίσης», 33-

  1. Π. Χ. Παπαδημητρίου, «Οἱ ἀπεικονίσεις τοῦ Ἁγίου Ἀχιλλείου στὸν ἑλλαδικὸ χῶρο καὶ ἡ διά- δοση τῆς τιμῆς του», ΔΧΑΕ 34 (2013), 179-190. Γουλούλης, «Σύναξη τῶν Ἁγίων Ἑπτὰ Ἀρχιεπι- σκόπων Λαρίσης».

25 Ν. Χατζηδάκη, Βυζαντινὴ τέχνη στὴν Ἑλλάδα. Ὁ Ὅσιος Λουκᾶς, ψηφιδωτά, τοιχογραφίες, Ἀθήνα 1996, 47, εἰκ. 46.

26 Σ. Πελεκανίδης, Μ. Χατζηδάκης, Βυζαντινὴ τέχνη στὴν Ἑλλάδα, Καστοριά, Ἀθήνα  1984,  24- 25, εἰκ. 1.61.

27 O. Demus, The Mosaics of Norman Sicily, London 1949, 45.

28 E. C. Constantinides, The wall paintings of the Panagia Olympiotissa at Elasson in Nothern Thessaly, Ἀθήνα 1992, τόμ. Ι, 184-189, 192-193, τόμ. ΙΙ, πίν. 75. Παπαδημητρίου, «Οἱ ἀπεικονίσεις τοῦ Ἁγίου Ἀχιλλείου», 181. εἰκ. 1.

29 Ε. Ν. Τσιγαρίδας, Καστοριά. Κέντρο ζωγραφικῆς τὴν ἐποχὴ τῶν Παλαιολόγων (1360-1450), Θεσσαλονίκη 2016, 52-53, εἰκ. 19.

30 Πελεκανίδης, Χατζηδάκης, Καστοριά, 108, εἰκ. 1.17. Παπαδημητρίου, «Οἱ ἀπεικονίσεις τοῦ Ἁγί- ου Ἀχιλλείου», 182. εἰκ. 2.

31 G. Subotić, «Počeci monaškog zivota I crkva manastyra sretenja u Meteorima», ZLU 2 (1966), 127-176.

32 Γιὰ τὴν μονὴ στὸ Τορνίκι Γρεβενῶν καὶ τὴν παράσταση βλ. Σ. Βογιατζής, «Ἡ μονὴ τῆς Κοιμή- σεως τῆς Θεοτόκου στὸ Τορνίκι Γρεβενῶν», ΔΧΑΕ 15 (1991), 241-256. Παπαδημητρίου, «Οἱ ἀπει- κονίσεις τοῦ Ἁγίου Ἀχιλλείου», 182-183. εἰκ. 3. Ε. Ν. Τσιγαρίδας, «Παρατηρήσεις στὶς τοιχογραφίες τοῦ καθολικοῦ τῆς μονῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου στὸ Τορνίκι Γρεβενῶν (1481/2)» ΔΧΑΕ 38 (2017), 165-189. Γιὰ τὴν παράσταση τοῦ Ἁγίου στὸ Μ. Μετέωρο βλ. E. N. Georgitsoyanni, Les pein- tures murals du vieux catholicon  du  monastere  de  la  Transguration  aux  Meteores  (1483),  Ἀθήνα  1992, 81, πίν. 17.

33 Γκ. Σούμποτις, ἱερομόναχος Ἰουστῖνος, Ζάβορδα..Τὸ Ἀσκηταριὸ τοῦ Ἁγίου Νικάνορα, (Ἰνστι- τοῦτο Βυζαντινῶν Ἐρευνῶν τῆς Σερβικῆς Ἀκαδημίας Ἐπιστημῶν καὶ Τεχνῶν, Μονογραφίες 46) Βελιγράδι 2017, 70, εἰκ. 64-65.

34 Ἰ. Π. Χουλιαρᾶς, «Τοιχογραφημένα μνημεῖα καὶ ζωγράφοι τοῦ 16ου αἰῶνα στὴν Θεσσαλία», Ἀρχαιολογικὸ Ἔργο Θεσσαλίας καὶ Στερεᾶς Ἑλλάδας 3. Πρακτικὰ Ἐπιστημονικῆς Συνάντησης, Βόλος 12.3 – 15.2 2009, Βόλος 2012, τόμ. Ι: Θεσσαλία, 548.

35 Γούναρης, 1980, 52.

36 Ἀδημοσίευτη.

37 Α. Σ. Ἀναγνωστόπουλος, Οἱ τοιχογραφίες τοῦ καθολικοῦ τῆς μονῆς Ρουσάνου Μετεώρων, (Ἀνέκδοτος Διδακτορικὴ διατριβή), Ἀριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη 2010, 96, εἰκ. 63.

38 Φ. Λυτάρη, Ὁ τοιχογραφικὸς διάκοσμος τοῦ 16ου αἰῶνα στὸν ἱερὸ ναὸ τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεο- τόκου στὴν Καλαμπάκα (Ἀνέκδοτος Διδακτορικὴ διατριβή), Πανεπιστήμιο Ἰωαννίνων, Ἰωάννινα 2017, 59, 21στ.

39 Κ. Βαφειάδης, Ἡ ζωγραφικὴ στὸ Ἅγιον Ὄρος στὶς ἀρχὲς τοῦ 17ου αἰῶνα. Ὁ ζωγράφος Δανιὴλ μοναχὸς, Θεσσαλονίκη 2008, 239 (Ὑπόμνημα).

40 Σ. Σδρόλια, Οἱ τοιχογραφίες τοῦ καθολικοῦ τῆς μονῆς Πέτρας (1625) καὶ ζωγραφικὴ τῶν ναῶν τῶν Ἀγράφων τοῦ 17ου αἰῶνα, (Ἀρχαιολογικὸ Ἰνστιτοῦτο Θεσσαλικῶν Σπουδῶν,  Μελέτες 1), Βόλος 2012, 136-138, εἰκ. 65.

41 Ε. Δ. Σαμπανίκου, ζωγραφικὸς διάκοσμος τοῦ παρεκκλησίου τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν τῆς μονῆς Βαρλαάμ στὰ Μετέωρα (1637), Τρίκαλα 1997, 240.

 

42 Ἰ. Τσιουρής, τοιχογραφικὸς  διάκοσμος τοῦ καθολικοῦ τῆς μονῆς Ἁγίας Τριάδος Δρακότρυ–  πας (1758) καὶ ἐντοίχια θρησκευτικὴ ζωγραφικὴ τοῦ 18ου αἰῶνα στὴν περιοχὴ τῶν Ἀγράφων, Ἰωάννινα 2004, 49, 93.

43 Παπαδημητρίου, «Οἱ ἀπεικονίσεις τοῦ Ἁγίου Ἀχιλλείου», 185-186. εἰκ. 5.

44 Φ. Χατζηαντωνίου, «Τὸ Κυριακὸ τῆς βατοπαιδινῆς σκήτης τοῦ Ἁγίου Δημητρίου», Ἱερὰ Μονὴ Βατοπαιδίου. Ἱστορία καὶ Τέχνη, (Ἀθωνικὰ Σύμμεικτα 7), Ἀθήνα 1999, 171-196. Παπαδημητρίου, ἔνθ. ἀνωτ., 187.

45 Ν. Σιώκης, «Ἀνέκδοτη εἰκόνα τοῦ ἁγίου Δημητρίου μὲ σκηνὲς ἀπὸ τὸν βίο του στὸ Λέχοβο Φλω- ρίνης», Ἐλιμειακὰ 47 (2001), 124, 159. Πρβλ. Παπαδημητρίου, ἔνθ. ἀνωτ., 186, εἰκ. 8.

46 Ἰωακείμ Ἰβηρίτου, «Ἰωάννου Σταυρακίου Λόγος εἰς τὰ Θαύματα τοῦ ἁγίου Δημητρίου», Μακε- δονικά 1 (1940), 367. Γιὰ τὸ θέμα βλ. Ἰ. Παπάγγελος, « ‘Ἡ Συναπάντηση’ τῶν ἁγίων Δημητρίου καὶ Ἀχιλλίου», στό: Σ. Γουλούλης, Σ. Σδρόλια, Ἅγιος Δημήτριος Στομίου. Ἱστορία – Τέχνη – Ἱστο- ρικὴ γεωγραφία τοῦ Μοναστηρίου καὶ τῆς περιοχῆς τῶν ἐκβολῶν τοῦ Πηνειοῦ, Λάρισα 2010, 363-

  1. Σ. Γ. Γουλούλης, «Ὁ ἄγιος Δημήτριος ὡς Στρατιώτης ἐκτὸς Θεσσαλονίκης. Δύο ἐμφανίσεις του στὴν ἑλλαδικὴ ὁδὸ τῶν προσκυνητῶν (Διηγήσεις Β6 καὶ Γ3)», Ἀφιέρωμα στὸν Ἀκαδημαϊκὸ Παναγιώτη Λ. Βοκοτόπουλο (ἐπιμ. Β. Κατσαρός, Ἀ. Τούρτα), Ἀθήνα 2015, 247-255.

47 Γιὰ τὴν εἰκονογραφία τοῦ Ἁγίου βλ. Κ. Μ. Μπαλατσούκα, «Ἡ εἰκονογραφία τοῦ ἁγίου Βησσα- ρίωνος, μητροπολίτη Λαρίσης (Μαρτ. 1527 – Σεπτ. 1540) καὶ κτίτορα τῆς ἱερᾶς Μονῆς Μεταμορ- φώσεως τοῦ Σωτῆρος (Δουσίκου)», Τρικαλινά 14 (1994), 203-232.

48 Μπαλατσούκα, ἔνθ. ἀνωτ., 228, πίν. 16. Κυρίως Φ.  Λυτάρη,  Ὁ τοιχογραφικὸς διάκοσμος, 59, εἰκ. 21.ε.

49 Μπαλατσούκα, ἔνθ. ἀνωτ. 208, πίν. 9.

50 Ἐλπίδα καὶ Πίστη. Ἐκκλησία καὶ τέχνη στὴ Θεσσαλία τὸν 16ο αἰῶνα, (κατάλογος Ἐκθέ- σεως), Διαχρονικὸ Μουσεῖο Λάρισας, Λάρισα 2018, ἀριθ. 44 (Ἐ. Τσιμπίδα).

51 Μπαλατσούκα, ἔνθ. ἀνωτ. 208, 230, πίν. 30 καὶ 231, πίν. 20α.

 

53 Α. Rigo, La Cronaca delle Meteore”. La storia dei monasteri della Tessaglia tra XIII e XVI secolo, (Orientalia Venetiana VIII) Firenze 1999, 122-139 (κείμενο), στ. 105-111.

54  Μπαλατσούκα, ἔνθ. ἀνωτ. 208, πίν. 14. Σοφιανός, «Ἱστορικὰ σχόλια», 19-24. Γιὰ τὸν Νεόφυτο  Β΄ Λαρίσης βλ. ἐνδεικτικῶς Δ. Ζ. Σοφιανός, «Οἱ Νεόφυτοι Λαρίσσης τοῦ 16ου αἰῶνος. Συμβολή εὶς τὴν ἐκκλησιαστικὴν ἱστορίαν τῆς μεταβυζαντινῆς Θεσσαλίας» ΕΜΑ 15-16 (1965-1966), 86-124. Ὁ ἴδιος, «Ἱστορικὰ σχόλια», 17-20. Πρβλ. Βαφειάδης, τέχνη τῆς δουλείας, 186-191 καὶ σποράδην.

55 Ἀ. Παπαδόπουλος-Κεραμεύς (ἐκδ.), Διονυσίου τοῦ ἐκ Φουρνᾶ, Ἑρμηνεία τῆς ζωγραφικῆς τέχνης καὶ αἱ κύριαι αὐτῆς πηγαί, ἐκδιδομένη μετὰ προλόγου νῦν τὸ πρῶτον πλήρης κατὰ τὸ πρωτότυπον αὐτῆς κείμενον, ἐν Πετρουπόλει 1909, 155.

56 Σοφιανός, «Οἱ Νεόφυτοι Λαρίσσης», 108-109. Ὁ ἴδιος, «Ἱστορικὰ σχόλια», 52-53.

57 Γιὰ τὸν Ἀρσένιο βλ. Φ. Ἀ. Δημητρακόπουλος, Ἀρσένιος Ἐλασσόνος (1550-1626). Βίος – ἔργο – ἀπομνημονεύματα. Συμβολὴ στὴ μελέτη τῶν μεταβυζαντινῶν λογίων τῆς Ἀνατολῆς, Ἀθήνα 2007.

58 Μπαλατσούκα, ἔνθ. ἀνωτ., 207. Δημητρακόπουλος, Ἀρσένιος Ἐλασσόνος, εἰκ. 9. A. Preo- brazhenskii, «Russina images of a Greek donor in Thessaly and Venice: Two portraits of Arsenios, Archbishop of Elassona», στὸ Y. Boycheva (ἐκδ.), Roytes of Russian icons in the Balkans (16th early 20th centuries), Seyssel 2016, 51-68. 62, εἰκ. 8. Βαφειάδης, Ἡ τέχνη τῆς δουλείας, 194-196.

59 Γιαννόπουλος, «Αἱ παλαιαὶ ἐκκλησίαι Τρικκάλων», 27, εἰκ. στὴν σ. 34. Γιὰ τὴν εἰκονογραφία τοῦ Νεοφύτου Β΄ Λαρίσης βλ. ἐνδεικτικῶς Σοφιανός, «Οἱ Νεόφυτοι Λαρίσσης», 115-117.

60 Σδρόλια, Οἱ τοιχογραφίες, 65-68, 384-385.

61 Βλ. Ἰ. Τσιουρής, «Ὁ τοιχογραφικὸς διάκοσμος τῆς τράπεζας τῆς Ἱ.Μ. Δουσίκου (1727)»,

Τρικαλινά 27 (2007), 349, 357-358, εἰκ. 12, 13.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 




Γράψτε μας το σχόλιο σας εδώ

Βαθμολόγησε την Ανάρτηση μας

Πόσο χρήσιμη ήταν αυτή η ανάρτηση ;

Αναγνώστες που Βαθμολόγησαν * 0 * / Επιλέξατε την Βαθμολογία * 0 * αστέρι. *Συντακτική Ομάδα theodromion.gr : Ευχαριστούμε που μας στηρίζεται

Δεν υπάρχουν ψηφοφορίες μέχρι τώρα! Γίνετε ο πρώτος που θα αξιολογήσει αυτήν την ανάρτηση

Αν το βρήκες ενδιαφέρον Κοινοποίησε το

Η κοινοποίηση που θα κάνετε μας βοηθάτε να συνεχίσουμε την προσπάθεια μας

Ακολούθησε μας στα social media

Like
Κοινοποίησε την Ανάρτηση μας αν σας φάνηκε ενδιαφέρον
Δές και αυτό
Χρόνος Ανάγνωσης 18 Λεπτά Ιερό Ησυχαστήριο Αγίων Αυγουστίνου Ιππώνος και…
x
error: Ευχαριστούμε