του πρωτοψάλτη κ. Νεκτάριου Θάνου : «Ψαλτικής σταθερές»: Τα αδιαπραγμάτευτα και σταθερά στοιχεία ερμηνείας του βυζαντινού μέλους
Σε μια εποχή που η γνώση πληθαίνει τρομακτικά ημέρα με την ημέρα, με αποτέλεσμα οι έννοιες και τα πράγματα να αποκτούν ακόμα πιο συγκεκριμένο και εξειδικευμένο περιεχόμενο, οι διάκονοι της Ψαλτικής Τέχνης επαναπαυόμαστε στην ασάφεια, επικαλούμενοι μάλιστα την παράδοση και τους εκπροσώπους της. Και επειδή εχθρός της αλήθειας δεν είναι το ψέμα, αλλά η σχετικοποίησή της, χρήσιμη θεωρούμε την κατάθεση μερικών σκέψεων σχετικά με την πράξη της Ψαλτικής.
Δανειστήκαμε για τον τίτλο και το περιεχόμενο του κειμένου αυτού μια έννοια από τα μαθηματικά, την έννοια της σταθεράς. Σταθερά ορίζεται μια ποσότητα, ένας αριθμός, που παραμένει αμετάβλητος. Θα αναφερθούμε λοιπόν σε σταθερές, σε θεμελιώδεις και δομικές έννοιες της Ψαλτικής, που δεν είναι φιλοσοφικά μεγέθη, τα οποία ως συνήθως δίνουν τροφή στους φιλέριδες, αλλά είναι πράγματα, έχουν δηλ. άμεση, αναγκαία, και αναπόφευκτη πρακτική εφαρμογή στην ψαλμωδία.
Η πιο βασική έννοια και σταθερά της Ψαλτικής και της μουσικής γενικότερα, χωρίς την οποία δεν μπορεί να παραχθεί μελωδία, είναι τα διαστήματα, οι αποστάσεις δηλ. των φθόγγων μεταξύ τους. Τα διαστήματα είναι μαθηματικές σχέσεις οι οποίες, όταν τηρούνται, παράγεται εύηχο άκουσμα. Όσο πιο ακριβής είναι η απόδοση των διαστημάτων, τόσο αυτή η μουσική ακρίβεια και σαφήνεια αναδεικνύει τον ιδιαίτερο χαρακτήρα κάθε ήχου. Η καθ᾿ ημάς Ανατολή, «η αγία Ανατολή» – κατά τον Οικουμενικό Πατριάρχη Βαρθολομαίο, μη περιφρονούσα κάτι απ᾿ όσα ο Δημιουργός της χάρισε, συμπεριέλαβε στο μουσικό της σύστημα διαστήματα 4, 6, 8, 10, 12, 14, 16, 18, 20 τμημάτων. Αυτή η ποικιλία της Ψαλτικής είναι και ο σταυρός της, η δυσκολία της, αλλά και η ανάστασή της, η δυνατότητα που έχει η ιερά μουσική μας να καλύπτει όλο το φάσμα των αισθητικών επιλογών, των συναισθηματικών αποχρώσεων και θυμικών κινήσεων του ανθρώπου, που δονείται από την δύναμη της μουσικής.
Όπως είπαμε παραπάνω, η ευρύτατη αυτή διαστηματική ποικιλία διευκολύνει καθοριστικά την ανάπτυξη του λεγομένου μουσικού ήθους. Οι περισσότεροι έχουμε διαβάσει σε θεωρητικά συγγράμματα για το συσταλτικό, διασταλτικό και ησυχαστικό ήθος των ήχων και ασφαλώς όλοι έχουμε προσέξει τους εγκωμιαστικούς για κάθε ήχο στίχους που βρίσκονται στην Παρακλητική, στο τέλος κάθε εβδομαδιαίας περιόδου.
Για να προσεγγίσουμε τον πλούτο των διαστημάτων της παραδοσιακής Ψαλτικής, απαιτείται αναντίρρητα εντρύφηση σε παραδοσιακά ακούσματα, τόσο ψαλτικά όσο και παραδοσιακά (φωνητικά ή οργανικά) και παράλληλα έμπονη μελέτη των μουσικών μαθημάτων σε αργό χρόνο, ώστε να μπορούμε να ακούμε την φωνή μας, να αισθανόμαστε το εκτελούμενο μουσικό διάστημα και την ακρίβεια ή όχι της εκφοράς του, ώσπου η ορθότητα της εκφοράς του να γίνει ενσυνείδητη πράξη, πάγια συνήθεια και πρακτική αταλάντευτη.
Συνακόλουθο φαινόμενο των διαστημάτων είναι οι έλξεις. Όπως γνωρίζουμε, στην Ψαλτική έχουμε φθόγγους δεσπόζοντες και άρα σταθερούς, και φθόγγους υποτασσόμενους και άρα κινούμενους. Οι έλξεις, νόμος της φύσεως, κατά τους θεωρητικούς της Ψαλτικής, δεν είναι παρά η κίνηση των υποτασσόμενων φθόγγων του ήχου προς τους δεσπόζοντές του. Βασικό συστατικό των ήχων οι έλξεις συμπληρώνουν το άκουσμα κάθε ήχου και ενισχύουν την εκφραστικότητά του. Η εκτέλεση των έλξεων δεν είναι πάντα στατική, αλλά εκφράζεται άλλοτε με βαθμηδόν κίνηση του ελκομένου φθόγγου προς τον δεσπόζοντα και άλλοτε με κάποια ανάλυση. Σε κάθε περίπτωση απαιτείται σύνεση και διάκριση στην εκτέλεσή τους. Ασφαλής οδηγός στην κατανόηση του φαινομένου των έλξεων δεν είναι μόνον οι θεωρητικές πραγματείες, που αναφέρονται στο ποσόν της έλξεως, αλλά κυρίως οι παραδοσιακές ερμηνείες που αποτυπώνουν το ποιόν της έλξεως.
Ακόμη, μέγεθος σχετιζόμενο με τα διαστήματα, τα συστήματα και το ήθος κάθε ήχου είναι το ισοκράτημα, στο οποίο δεν θα αναφερθούμε διεξοδικά, καθώς αποτελεί ξεχωριστό θέμα προς ανάπτυξη. Υφολογικά το ισοκράτημα επιβάλλεται λιτό ως προς τις αλλαγές και διακριτικό ως προς την ένταση της φωνής, διότι σκοπός του δεν είναι να αναδειχθεί το ίδιο (σαν ένα είδος δεύτερης φωνής), αλλά να αναδείξει το μέλος. Λειτουργεί ακριβώς όπως το βάθος της εικόνας (fondo) στην αγιογραφία, πρέπει δηλ. να γίνεται αντιληπτό μόνον όταν απουσιάζει. Από θεωρητικής απόψεως το ισοκράτημα ταυτίζεται τονικά με την βάση του τετραχόρδου ή πενταχόρδου κάθε ήχου στηρίζοντας έτσι και αναδεικνύοντας το τετράχορδο ή το πεντάχορδο αντιστοίχως, καθώς και την ιδιαίτερη δομή και τα επιμέρους χαρακτηριστικά του ήχου.
Μια δεύτερη ψαλτική σταθερά είναι ο χρόνος. Χρόνος είναι η χρονική διάρκεια που δαπανάται, για να προφερθεί κάθε φωνητικός χαρακτήρας (ίσον, ολίγον κ.λπ.). Μονάδα μέτρησης του χρόνου είναι ο πρώτος χρόνος του μουσικού κειμένου, ο οποίος καθορίζεται ως η διάρκεια κάθε φωνητικού χαρακτήρα (εκτός της υπορροής που περιλαμβάνει δύο χρόνους – φωνητικούς χαρακτήρες). Κάθε φωνητικός χαρακτήρας έχει απόλυτη χρονική αξία και ισούται με όλους τους χρόνους του μουσικού κειμένου. Η χρονική όμως διάρκεια κάθε χρόνου δεν είναι απόλυτη αλλά σχετική και εξαρτάται από την ταχύτητα ή την βραδύτητα με την οποία εκτελείται η μουσική σύνθεση.
Τί σημαίνει όμως χρόνος στην πράξη και τί συνέπειες έχει η πιστή τήρηση ή όχι της σταθεράς αυτής; Σημαίνει πρώτα απ᾿ όλα ότι με την ταχύτητα που αρχίζουμε να ψάλλουμε ένα μέλος, με την ίδια συνεχίζουμε ως το τέλος· ούτε πιο γρήγορα, ούτε πιο αργά. Αλλιώς, αν στην αρχή του μέλους δαπανάμε π.χ. μισό δευτερόλεπτο για κάθε φωνητικό χαρακτήρα και καταλήγουμε να δαπανάμε τρία τέταρτα του δευτερολέπτου, αυτό σημαίνει ότι όσο ψάλλουμε ένα μέλος, τόσο επιβραδύνουμε την εκτέλεσή του. Αυξάνοντας ή μειώνοντας λοιπόν την αξία του δαπανώμενου χρόνου, μεταβάλλουμε την χρονική αγωγή, σπαταλάμε άσκοπα λειτουργικό χρόνο προκαλώντας ασυναίσθητα άγχος στον ακροατή, όταν σμικρύνουμε την χρονικά αξία, και ανία, όταν μεγεθύνουμε την χρονική αξία των απλών χρόνων.
Δυστυχώς η σταθερά του χρόνου είναι η πιο περιφρονημένη στον ψαλτικό χώρο. Ενώ δεν είναι μέγεθος διαπραγματεύσιμο, έχει καταλήξει να θεωρείται επιλογή των ψαλτών. Ακόμη και μεγάλοι ψάλτες καθιέρωσαν το άχρονο ψάλλειν, είτε από αδυναμία είτε από επιλογή, ενώ οι επίγονοί τους θεώρησαν αυτονόητο δικαίωμα να ψάλλουν κατά το δοκούν, εγχρόνως ή όχι, πράγμα μουσικώς άτοπο. Ο χρόνος είναι απαραίτητο στοιχείο της ψαλμωδίας, η οποία χωρίς αὐτόν φαντάζει ανολοκλήρωτη, ανιαρή, ανίκανη να συγχρονίσει τον εσωτερικό κόσμο του πιστού με τον λειτουργικό λόγο.
Στο σημείο αυτό δεν θα μπορούσαμε να μην αναφέρουμε δύο λαμπρά παραδείγματα ψαλτών, των οποίων η ερμηνεία είναι υποδειγματική ως προς την συνεπή τήρηση της σταθεράς του χρόνου. Πρόκειται για τον μακαριστό Άρχοντα Πρωτοψάλτη της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας Θρασύβουλο Στανίτσα και τον Παναγιώτη Νεοχωρίτη, νυν Άρχοντα Πρωτοψάλτη της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας.
Κατακλείοντας την αναφορά στο μέγα θέμα και πρόβλημα του χρόνου θα θέλαμε να πούμε ότι ο χρόνος στην Ψαλτική θεραπεύεται αφ᾿ ενός όταν μελετούμε με την βοήθεια μετρονόμου και αφ᾿ ετέρου με την προσήλωσή μας σε ψαλτικά ακούσματα, που χαρακτηρίζονται για το έγχρονο της απόδοσής τους. Σε κάθε περίπτωση πάντως, ο χρόνος έχει να κάνει με την εσωτερική εγρήγορση του ερμηνευτή, με την αυτοπειθαρχία του και με την ερμηνευτική του αυτοσυγκράτηση.
Ένα τρίτο δομικό, απαραίτητο και σημαντικώτατο στοιχείο της Ψαλτικής είναι ο ρυθμός. Ρυθμός ονομάζεται η διαίρεση της μελωδίας με ορισμένη τάξη σε ομάδες ή αθροίσματα χρόνων. Ορίζεται και ως η εναλλαγή ακουστικής ανομοιότητας στην ένταση κατά την προφορά των φωνητικών χαρακτήρων της μουσικής. Τα μέρη του ρυθμού ονομάζονται ρυθμικοί πόδες επειδή δεικνύονται με τα πόδια στον χορό. Με απλούστερα λόγια ρυθμός είναι η οργάνωση των απλών χρόνων, που αναφέραμε παραπάνω, σε ρυθμικά σχήματα (δίσημος, τρίσημος, τετράσημος κ.ο.κ.). Πρακτικά ρυθμός σημαίνει τονισμός, παλμός. Ο ρυθμός είναι η ψυχή, όπως λέγεται, της ψαλμωδίας. Χωρίς αυτόν το μέλος είναι νεκρό· είναι σώμα ασπόνδυλο, που αντί να βαδίζει χαριέντως, αντί να χορεύει, σύρεται πληττόμενο από την ερμηνευτική αναπηρία της απουσίας του ρυθμού.
Στο σημείο αυτό είναι ανάγκη να διευκρινίσουμε, πρώτον ότι η αυξομείωση της έντασης της φωνής κατά τα πρότυπα των δυτικών μουσικών όρων forte και piano δεν απαντώνται στις παραδοσιακές ερμηνείες και η χρήση τους ζημιώνει την αίσθηση του ρυθμού τόσο στον ερμηνευτή, όσο και στον ακροατή, και δεύτερον, κακώς ταυτίζονται οι έννοιες χρόνου και ρυθμού. Χρόνος σημαίνει ότι οι χρονικὲς μονάδες (ίσον, ολίγον κ.λπ.) πρέπει ισόχρονα να εκτελούνται, ενώ ρυθμός είναι η οργάνωση των μονάδων αυτών σε ρυθμικά σχήματα με βάση τον τονισμό των λέξεων ή των μελωδικών φράσεων. Απόρροια της σύγχυσης χρόνου και ρυθμού είναι η λανθασμένη άποψη, ότι εφ᾿ όσον ψάλλουμε με ρυθμό, παλμό, τονισμό λέξεων και μουσικών φράσεων, δεν χρειάζεται να επιμένουμε στην ισόχρονη ακρίβεια εκτέλεσης των μουσικών φθόγγων. Αυτό όμως δεν είναι παρά μια ακόμη ερμηνευτική χωλότητα, διότι ο χρόνος χωρίς τον ρυθμό, χωρίς τον παλμό, προκαλεί ανία, ενώ ο ρυθμός χωρίς τον χρόνο διαταράσσει τις συνθήκες συντονισμού ακροατηρίου και ερμηνευτή, που είναι και ο σκοπός της μουσικής και δη της ιεράς και λειτουργικής αυτής τέχνης.
Η τέταρτη ψαλτική σταθερά, συμφυής με τον χρόνο και τον ρυθμό, είναι η χρονική αγωγή, που δεν είναι παρά η απόλυτη αξία της χρονικής μονάδος, η οποία καθορίζει πόσο γρήγορη ή πόσο αργή είναι κάθε κίνηση στον ρυθμικό πόδα. Απλούστερα, χρονική αγωγή είναι η ταχύτητα με την οποία ψάλλουμε ένα μέλος. Το πόσο αργή ή σύντομη είναι η χρονική αγωγή σχετίζεται με το πόσοι απλοί χρόνοι εκτελούνται κατά την διάρκεια ενός λεπτού της ώρας, π.χ. αν η χρονική αγωγή προβλέπεται να είναι 100 (χτύποι), αυτό σημαίνει ότι σε 60 δευτερόλεπτα θα ψάλλουμε 100 χρόνους, δηλ. 100 φωνητικούς χαρακτήρες.
Η χρονική αγωγή είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τον χαρακτήρα των ειδών της μελοποιίας (ειρμολογικό, στιχηραρικό, παπαδικό) και των διαφόρων συνθέσεων. Αποτελεί καθοριστικό παράγοντα, ο οποίος διαμορφώνει το λεγόμενο ήθος της μελοποιίας και κατά συνέπεια το συναίσθημα που γεννάται στον ακροατή από το ανάλογο άκουσμα κάθε φορά.
Το μουσικό αυτό ήθος, όπως αναφέραμε παραπάνω, διακρίνεται σε διασταλτικό, συσταλτικό και ησυχαστικό. Διασταλτικό (εκ του διαστέλλω, δηλ. ευρύνω) είναι το ήθος που κρατεί τον ακροατή σε εγρήγορση μεσω της ταχείας εναλλαγής των νοημάτων και της σχετικά σύντομης χρονικής αγωγής. Αρμόζει σε πανηγυρική ατμόσφαιρα, εκφράζει δοξολογία και χαρά, εμπνέει ενθουσιασμό και ανδρείο φρόνημα. Συσταλτικό (εκ του συστέλλω, δηλ. περιορίζω) είναι το ήθος που προκαλεί αίσθημα μετανοίας, χαροποιού πένθους, ταπεινώσεως, με λίγα λόγια εμπνέει την συστολή· ο σκοπός του ήθους αυτού επιτυγχάνεται και με την αργότερη χρονική αγωγή. Τέλος, το ησυχαστικό ήθος εκφράζει την εσωτερική καταστάση ειρήνης, κατευνάζει τα πάθη, εξουδετερώνει τον κοσμικό θόρυβο και τους λογισμούς, και δημιουργεί τις κατάλληλες προϋποθέσεις μέσω της αργής και με ολιγόλογο κείμενο μελωδίας, όπως το χερουβικό και το κοινωνικό, ώστε ο νους να μην περισπάται αλλά να σιγά με την νηπτική έννοια του όρου, κατά το «σιγησάτω πᾶσα σὰρξ βροτεία».
Επισημαίνουμε συνακόλουθα ότι τα διάφορα είδη-κατηγορίες τροπαρίων ψάλλονται κατά την δική τους χρονική αγωγή. Τα απολυτίκια ψάλλονται συντομότερα από τα κοντάκια· τα καθίσματα αργότερα από τους αναβαθμούς· οι κανόνες συντομότερα από τις καταβασίες· η «Τιμιωτέρα» συντομότερα από τα εξαποστειλάρια κ.ο.κ. Οι χρονικές αγωγές των διαφόρων μελών έχουν καθοριστεί από την παράδοση σε ένα ευρύτερο ελαστικό πλαίσιο, ωστόσο η πολυετής εμπειρία στο αναλόγιο, καθώς και οι παραδοσιακές εκτελέσεις στέκονται αρωγοί μας στην ανάπτυξη του αισθητηρίου της κατάλληλης κάθε φορά χρονικής αγωγής. Ενδεικτικά μόνο αναφέρουμε τον πίνακα με τις διάφορες χρονικές αγωγές που έχει δημοσιεύσει ο Θρασύβουλος Στανίτσας στο παράρτημα του Τριωδίου του – αν και αρκετές απ᾿ αυτές δεν ανταποκρίνονται ακριβώς στην πραγματικότητα μήτε και τηρούνται πάντοτε από τον Άρχοντα στις ερμηνείες του.
Γεγονὸς πάντως είναι πως οι ψάλτες αλλά και οι λειτουργοί ψάλλοντας ή εκφωνώντας σε λανθασμένες χρονικές αγωγές κουράζουν τον λαό του Θεού. Συνεπώς, η χρονική αγωγή μελών και εκφωνήσεων, όταν προσαρμόζεται καλώς στο όλο νόημα και ήθος της ψαλμωδίας, αποδεικνύεται καθοριστική συνιστώσα μιας λατρείας ευχάριστης, «εύκαμπτης», εκφραστικότερης και ζωντανής.
Θα πρέπει τέλος να επισημάνουμε ότι οι ταχείς ρυθμοί της σύγχρονης ζωής έχουν επηρεάσει και την αντίληψη των πιστών, κληρικών και λαϊκών, υπέρ της ταχύτερης χρονικής αγωγής της ψαλμωδίας, οπότε αυτό είναι ανάγκη να ληφθεί υπ᾿ όψιν, εφ᾿ όσον είμαστε ψάλτες στο έναγχο σήμερα και όχι στο ολιγομέριμνο χθες.
Πέμπτη σταθερά του εκκλησιαστικού μέλους είναι τα σημεία ποιότητος – κατά τους παλαιούς χειρονομικά σημάδια – που υποδεικνύουν τις λεγόμενες αναλύσεις και τα διάφορα ποικίλματα, τις «κινήσεις της ψυχής», όπως θα έλεγε και ο εθνικός μας ποιητής. Το σπουδαίο και άκρως ενδιαφέρον θέμα των αναλύσεων – ορθότερα της ερμηνείας – έχει να κάνει με τον διαφορετικό τρόπο παρασήμανσης της ίδιας μελωδικής θέσης, πότε με την χρήση λιγότερων και πότε περισσότερων μουσικών χαρακτήρων.
Ο ποιοτικός αυτός εμπλουτισμός του μέλους το κάνει πιο ευχάριστο στην ακοή, καθώς αποφεύγεται η ξηροφωνία, που καμία σχέση δεν έχει με την ψαλτική παράδοση. Οι αναλύσεις από μόνες τους αποτελοῦν ευρύτατο θέμα, το οποίο δεν μπορεί να καλυφθεί μέσα σε λίγες γραμμές. Περιοριζόμαστε να πούμε ότι δεν εκτελούμε τα σημεία ποιότητος ψυχαναγκαστικά ή δεοντολογικά υπακούοντας απλώς σε κανόνες της θεωρίας και της μουσικής ορθογραφίας. Οι αναλύσεις είναι μέρος σύνολης της ερμηνείας, γι᾿ αυτό και υποτάσσονται αρμονικά στην φυσιολογική ροή του μουσικού κειμένου.
Αποφεύγουμε ταυτόχρονα και την επιτήδευση αλλά και την ξηροφωνία, την άρνηση δηλ. εκτέλεσης ποιοτικών σημείων γιατί τάχα πρέπει να ψάλλουμε μόνο ό,τι βλέπουμε – παρεμπιπτόντως κανένας παραδοσιακός ψάλτης δεν ψάλλει μόνο ό,τι βλέπει. Τόσο η επιτήδευση, όσο και η ξηροφωνία ζημιώνουν εξ ίσου την ψαλμωδία. Βέβαιο πάντως είναι πως απαιτείται άσκηση και πείρα πολλών ετών, για να μάθουμε να εκφραζόμαστε μέσα από τις αναλύσεις και να μην τις εκτελούμε μηχανικά.
Χρειάζεται ακόμη ωριμότητα για να κατανοήσουμε το πως, το πότε, το γιατί των αναλύσεων· για να εντοπίσουμε την σχέση του κάθε ήχου και του κάθε είδους μελοποιίας με τα αντίστοιχα ποικίλματα, που αναδεικνύουν την μουσική του ιδιοσυγκρασία· για να συνειδητοποιήσουμε ότι το ίδιο μέλος διαφορετικά εκτελείται σε διαφορετικές στιγμές της ακολουθίας· για να μάθουμε να προσαρμόζουμε την ερμηνεία μας στην χρονική αγωγή και στην προσωπική μας φωνητική δεξιότητα. Αυτονόητα, τέλος, είναι ανάγκη να ποικίλλουμε το μέλος λαμβάνοντας πάντοτε υπ᾿ όψιν ότι η ερμηνεία των ποιοτικών σημείων οφείλει να εκφράζει τον δικό μας χαρακτήρα, τον δικό μας εσωτερικό κόσμο, την δική μας ψαλτική ιδιοπροσωπία, εξωστρεφή ή όχι, μοναστηριακή ή κοσμική, μονοφωνική ή χορωδιακή.
Βοηθητικὸ μέσο για την καλλιέργεια της μουσικής διάκρισης σχετικά με τις αναλύσεις και την οργανική συνάφειά τους με την όλη ερμηνεία, έχει το παραδοσιακό άκουσμα σε συνδυασμό με την ταυτόχρονη παρακολούθηση του αντίστοιχου μουσικού κειμένου. Ενδεικτικό της δυνατότητας, που δίνεται σε όσους θέλουν να εμβαθύνουν, είναι το μνημειώδες εκδοτικό έργο του Μανόλη Χατζηγιακουμή, Μνημεία Εκκλησιαστικής Μουσικής και Σύμμεικτα Εκκλησιαστικής Μουσικής, στο οποίο αποτυπώνονται κορυφαίες ερμηνείες μεγάλων και σπουδαίων μουσικών μαθημάτων και ερμηνευτών συνοδευόμενες με τα ερμηνευόμενα μουσικά κείμενα.
Όλα τα ανωτέρω δομικά στοιχεία της Ψαλτικής καταστέφονται από την έννοια του ύφους, που ετυμολογικά προέρχεται από το ρήμα υφαίνω. Ο καλός ψάλτης, ο άρτιος ερμηνευτής της παραδοσιακής υμνωδίας λειτουργεί όπως η υφάντρα που συνδυάζοντας υφάδι και στημόνι, χρώματα και σχέδια, δημιουργεί το δικό της αριστούργημα, απλό ή σύνθετο, λιτό ή πολυτελές, λαϊκής ή αστικής τέχνης. Ομοίως ο ψάλτης συνδυάζοντας διαστήματα, χρόνο, ρυθμό, ανάλογη χρονική αγωγή και προσεκτική έκφραση των ποικιλμάτων δημιουργεί το δικό του καλλιτέχνημα και το προσφέρει στην Εκκλησία. Η ορθή και με αναφορά στις πηγές της ψαλτική παιδεία οδηγεί αναπόδραστα στην απόκτηση του λεγομένου εκκλησιαστικού ύφους, στο να καταστεί δηλ. η προσωπική μας προσπάθεια λειτουργική τέχνη, θεραπαινίδα της λατρείας του ζώντος Θεού.
Περατώνοντας την αναφορά αυτή στις σταθερές της Ψαλτικής δεν θα μπορούσαμε να μη σημειώσουμε ότι η Ψαλτική στην ουσία της δεν είναι αυτόνομη τέχνη, αλλά εξάπαντος διακονία του εκκλησιαστικού και υμνογραφικού λόγου. Και η διακονία αυτή όσο φροντισμένη και αν είναι, όσο καλλιτεχνικά άρτια, αν η εκφορά του λόγου δεν είναι ευκρινής, αν βασιλεύει ένα άκουσμα έρρινο ή ανορθόφωνο, τότε σε μεγάλο βαθμό ματαιώνεται η μουσική προσπάθεια, που με κόπο καταβάλλουμε. Η σαφήνεια και η καθαρότητα στην εκφορά του λειτουργικού λόγου είναι προαπαιτούμενο για την τελέση μιας λατρείας κατ᾿ εξοχήν λογικής.
Θα κλείσουμε με ένα απόσπασμα από τον πρόλογο Ιωάννου του Λαμπαδαρίου και Στεφάνου του Α΄ Δομεστίχου της Μεγάλης Εκκλησίας, δημοσιευμένο στην Μουσική Πανδέκτη (Κωνσταντινούπολη, 1850), που εξέδωσαν από κοινού:
«…Ιδία δε προς τους μουσικολογιωτάτους ιεροψάλτας των αγίων του Θεού Εκκλησιών, και μάλιστα τους πρωτοπείρους αυτών, καθήκον ως εκ της θέσεως ημών επιβεβλημένον νομίζομεν, ίνα παρακαλέσωμεν αυτούς απέχειν από πάσης ξενοφωνίας, επιμένοντας πιστώς και απαρεγκλίτως εις το αρχαίον και γνήσιον ύφος της Εκκλησιαστικής υμνωδίας, το σεμνόν, το κατανυκτικόν, το σοβαρόν, το σώφρον τε και νηφάλιον. Τούτο δε κατορθώσουσιν, εὰν προ της χοροστατικής απαγγελίας προμελετώσι και άπαξ και δις και πολλάκις τα ψαλησόμενα μαθήματα, και μάλιστα συμμελετώσιν άπαντες οι του χορού, ίνα φυλάττηται μεν απαράχορδος η συμφωνία, συμβαίνη δε και συγχορεύη, ούτως ειπείν, ο χρονικός ρυθμός ευτάκτως και απαρενσαλεύτως, εάν προεξερευνώσι είτε οίκοθεν, είτε εκ διδασκαλίας άλλων την έννοιαν και την δύναμιν των ιερών της Εκκλησίας ασμάτων, και επί πάσιν, εάν εν τω μέλπειν αυτά έχωσι πάντοτε την διάνοιαν ανυψωμένην προς τον ύψιστον Θεόν τον κλίνοντα το ούς αυτού εις τας δεήσεις και ικεσίας των πιστών αυτού λατρευτών, και ψάλλωσι μετ᾿ ευλαβείας, συντριβής τε και κατανύξεως, δοξολογούντες το υπερύμνητον αυτού όνομα και εξαιτούμενοι το πλούσιον αυτού έλεος, ευκρινώς προφέροντες τα της ικεσίας και δοξολογίας ρήματα περίτρανα και διηρθρωμένα, ίνα γένωνται και τοις ακροωμένοις ευξύνετα, μηδέ συμπνίγοντες αυτά εις την ασημαντόλογον φωνασκίαν και τον διακνέοντα τας ακοάς διάρρινον και νυσταλέον τονθορισμόν, στερούντες ούτω της πνευματικής τροφής, και εις τα μέγιστα ζημιούντες τον λαόν του Κυρίου τον περιούσιον· αναλογιζέσθωσαν δε διηνεκώς, ότι η επίγειος της Εκκλησίας χοροστασία οφείλει είναι εικών και μίμησις της ουρανίου χοροστασίας, και ότι οι εν ταις Εκκλησίαις ψάλλοντες εικονίζουσι τα Χερουβίμ και τα Σεραφίμ τα διαπαντός υμνούντα και δοξολογούντα της δόξης τον Κύριον, επομένως ότι πολλής και μεγάλης χρήζει της προσοχής, όστις μέλλει, ίνα τολμήση ακατακρίτως ανοίξαι τα χείλη αυτού εν τω μέσω της Εκκλησίας και εκφωνήσαι τας θείας αινέσεις ως εκ παντός του της Εκκλησίας πληρώματος. Έρρωσθε εν Κυρίω και εύχεσθε υπέρ ημών!».
Γράφει ο κ. Νεκτάριος Θάνος,Πρωτοψάλτης Ι.Μ. Νικοπόλεως και Πρεβέζης, ΜΑ Θεολογίας
Πηγή : www.pemptousia.gr